ΕΜΔΥΔΑΣ

Η 3χρονη συμβολή της Συσπείρωσης στη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής στο χώρο των μηχανικών του δημοσίου

Η Συσπείρωση αποφάσισε να συμμετάσχει τον Ιούλιο του 2000, μετά το 3ο Τακτικό Συνέδριο των Ιωαννίνων στο προεδρείο του Δ.Σ. της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ –από τη θέση του γενικού γραμματέα– μαζί με τις παρατάξεις Αγωνιστική Συνεργασία (που ανέλαβε τη θέση του προέδρου) και Δημοκρατική Κίνηση Μηχανικών (που ανέλαβε τη θέση του αντιπροέδρου), δίνοντας λύση στο αδιέξοδο συγκρότησης του Δ.Σ. λόγω της άκαμπτης και εκβιαστικής θέσης της ΠΑΣΚ, η οποία παρέμεινε τελικά εκτός προεδρείου. Την ίδια απόφαση πήρε και τον Ιούλιο του 2002, μετά το 5ο Τακτικό Συνέδριο του Βόλου, παρόλο που η ψήφος της δεν ήταν πλέον «κρίσιμη», προκειμένου να συμβάλει στην ολοκλήρωση ενός σημαντικού έργου που είχε ήδη δρομολογηθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας.

Η πολιτική συμφωνία που συγκροτούσε το προεδρείο της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ τα 3 τελευταία χρόνια, παρήγαγε μια πολιτική που –με την καθοριστική συμβολή της Συσπείρωσης– διαχώρισε την ΕΜΔΥΔΑΣ από την προηγούμενη ιστορία της και κατέγραψε ένα νέο πρόσωπο για την Ομοσπονδία, αυτονομημένο από κομματικούς ελέγχους και κρατικές πολιτικές. Πιο συγκεκριμένα, με την πολιτική αυτή ανεστράφη το κλίμα απογοήτευσης που υπήρχε στον κλάδο, κατοχυρώθηκε το δικαίωμα της Ομοσπονδίας να υπογράφει συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τον κλάδο, επετεύχθη η σημαντική αύξηση των 2 διακριτών επιδομάτων αλλά και η αύξηση των αποδοχών των συναδέλφων που δεν λάμβαναν «επιχώρια» επιδόματα, τεκμηριώθηκε η ιδιαιτερότητα της εργασίας μας στο Δημόσιο και τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις για τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές διεκδικήσεις, με τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής, τη διεύρυνση της επιρροής και την αύξηση του κύρους της Ομοσπονδίας και γενικά τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κλάδου, όχι μόνον άμεσα αλλά και σε βάθος χρόνου.

 

Η ανακοπή της θετικής πορείας και το κρίσιμο ζήτημα της τριτοβάθμιας οργάνωσης του κλάδου

Οι θετικές αυτές εξελίξεις και το διεκδικητικό «μοντέλο» που πρότεινε η Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ σε όλο το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα, ήταν φυσικό να ανησυχήσουν εκείνους τους κύκλους που θέλουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις εξαρτημένες από την εργοδοσία, όργανα χειραγώγησης των εργαζομένων και εφαλτήριο κομματικής και κοινωνικής ανέλιξης για τους «υπάκουους» συνδικαλιστές. Έτσι, στο πρόσφατο συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο στις αρχές Ιουλίου 2003, τα ακραία στοιχεία της ΠΑΣΚ, που τα τελευταία 3 χρόνια είχαν ως κύρια αποστολή και μοναδική τους απασχόληση την υπονόμευση και φθορά του προεδρείου, με στόχο τη λήξη της συνεργασίας των 3 παρατάξεων, βρήκαν συμμάχους στο χώρο της ΔΚΜ και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κρίση στην Ομοσπονδία. Αποτέλεσμα της συμμαχίας αυτής ήταν να ληφθεί –μετά από κοινή πρόταση ΔΚΜ–ΠΑΣΚ– μια εξαιρετικά αρνητική απόφαση σχετικά με την τριτοβάθμια οργάνωση του κλάδου (μη ένταξη της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ στην ΑΔΕΔΥ και δρομολόγηση διαδικασιών δημιουργίας Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης Διπλωματούχων Μηχανικών ΕΜΔΥΔΑΣ).

Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε πλέον στην Ομοσπονδία θέτει σε αμφισβήτηση τη μέχρι σήμερα πολιτική της ΕΜΔΥΔΑΣ, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί μια αντιδραστική στροφή της Ομοσπονδίας σε σχέση με τη μέχρι τώρα πορεία της και θέτει σε κίνδυνο σημαντικές κατακτήσεις του κλάδου. Ειδικότερα, η εχθρική στάση απέναντι στην ΑΔΕΔΥ, με την οποία τα 3 τελευταία χρόνια είχαν αποκατασταθεί οι σχέσεις συνεργασίας και βρισκόμαστε σε ένα καλό επίπεδο διαλόγου και κατ’ αρχήν συμφωνίας για σημαντικά ζητήματα του κλάδου, εκ των πραγμάτων δημιουργεί προβλήματα στην οριστική διευθέτηση των ώριμων αιτημάτων του κλάδου. Επίσης, η δρομολόγηση διαδικασιών δημιουργίας Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης Διπλωματούχων Μηχανικών ΕΜΔΥΔΑΣ, είναι προφανές ότι –εκτός των νομικών και τεχνικών δυσχερειών– μας απομονώνει, ως αντίληψη, από το υπόλοιπο δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα και μάλιστα σε μια περίοδο που υπάρχει ανάγκη της μεγαλύτερης δυνατής συσπείρωσης όλων των εργαζομένων απέναντι στη γενικευμένη επίθεση της «νέας τάξης πραγμάτων».

Η Συσπείρωση, εκτιμώντας ότι η πολιτική της Ομοσπονδίας τα 3 τελευταία χρόνια έχει απήχηση σε ευρύτατες δυνάμεις που βρίσκονται σε όλες τις παρατάξεις και ότι οι δυνάμεις αυτές μπορούν να συγκροτήσουν ένα πλειοψηφικό ρεύμα στο χώρο των μηχανικών του δημοσίου, πρότεινε στην Αγωνιστική Συνεργασία την επιτάχυνση των εκλογικοαπολογιστικών διαδικασιών, την κάθοδο στις εκλογές με ενιαίο σχήμα σε όλη την Ελλάδα, στο οποίο να συμμετέχουν και συνάδελφοι από τη ΔΚΜ και την ΠΑΣΚ που έχουν διαφοροποιηθεί από τις άθλιες πρακτικές των παρατάξεών τους και τη διεκδίκηση από το σχήμα αυτό της πλειοψηφίας στο επόμενο συνέδριο, με βάση ένα κοινό πρόγραμμα που θα στηρίζει και θα ενισχύει την πορεία που έχει ακολουθήσει το κίνημα τα 3 τελευταία χρόνια. Δυστυχώς η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή, προφανώς γιατί η Αγωνιστική Συνεργασία –δέσμια της γενικότερης αντίληψής της για την «πολιτική των ισορροπιών»– δεν ήθελε να διαταράξει τη γενικότερη πολιτική συμφωνία που έχει με τη ΔΚΜ στο χώρο των μηχανικών και κυρίως στο ΤΕΕ και βέβαια γιατί στον πολιτικοσυνδικαλιστικό αυτό χώρο πάντα υπήρχαν ισχυρές μειοψηφικές απόψεις, που φαίνεται ότι –έστω και καθυστερημένα– έγιναν πλειοψηφικές, για την «εκπαραθύρωση» της «μικρής και επικίνδυνης» Συσπείρωσης από το προεδρείο και την «είσοδο» σε αυτό της «μεγάλης και κυβερνητικής» ΠΑΣΚ.

Κατόπιν αυτών, και μετά τη διαπίστωση ότι έχει χαθεί η αναγκαία πλειοψηφία στήριξης του προεδρείου στο Δ.Σ., ο εκπρόσωπος της Συσπείρωσης παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού γραμματέα στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας της 17 Ιουλίου 2003. Στη συνέχεια, η διαδικασία ανασυγκρότησης του προεδρείου ανέδειξε και τα όρια των πολιτικών των παρατάξεων: Την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2003 και μετά από πρόταση του προέδρου (Αγωνιστική Συνεργασία) πραγματοποιήθηκε η κάλυψη των θέσεων του αντιπροέδρου από την ΠΑΣΚ και του γενικού γραμματέα από τη ΔΚΜ. Η Συσπείρωση δεν μετέχει πλέον σε καμιά διακριτή θέση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας.

 

Η σημερινή κατάσταση των μηχανικών του δημοσίου

Αντικειμενικά, η σημερινή κατάσταση στο χώρο των μηχανικών του δημοσίου είναι εξαιρετικά δυσμενής: Από τη μια, στο χώρο όπου οι μηχανικοί δημόσιοι υπάλληλοι καλούνται να παρέχουν υπηρεσίες έχουν επικρατήσει οι γνωστές αρνητικές συνθήκες, που συσχετίζονται με την εξυπηρέτηση της λαϊκιστικής πολιτικής της Κυβέρνησης (ταχύρυθμες άδειες δόμησης, ηλεκτροδοτήσεις αυθαιρέτων κλπ), με το «νέο εθνικό όραμα» των Ολυμπιακών Αγώνων και με την πάση θυσία «απορροφητικότητα» των κονδυλίων των κοινοτικών πλαισίων στήριξης. Από την άλλη, οι όροι εργασίας μας προσδιορίζονται πλέον από το σκηνικό της απαξίωσης των δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών, με την εκχώρηση επιτελικών αρμοδιοτήτων του δημόσιου τομέα σε ιδιωτικούς φορείς, με τους “Project Managers” και τους παράλληλους εξωθεσμικούς μηχανισμούς διοίκησης που δημιουργεί το ΠΑΣΟΚ, από κρατικές ανώνυμες εταιρείες έως «ακόμα πιο ειδικές» ΕΥΔΕ, χωρίς έλεγχο στα οικονομικά τους και στις σχέσεις εργασίας των υπαλλήλων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί «μηχανικοί πολλών ταχυτήτων» και δυστυχώς βρίσκεται σε εξέλιξη –χωρίς ικανές αντιστάσεις– η ατομική διαπραγμάτευση της εργασίας και η ανοχή της διαφθοράς σε σημαντικούς τομείς της παραγωγής του τεχνικού έργου.

Στο αρνητικό αυτό σκηνικό, έρχεται σήμερα να προστεθεί και η σοβαρότατη κρίση της Ομοσπονδίας, που σηματοδοτείται μεν από την αναγκαστική αποχώρηση της Συσπείρωσης από το προεδρείο της Ομοσπονδίας, αλλά προφανώς έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά: εσωστρέφεια και τάση διαχωρισμού από τους υπόλοιπους εργαζόμενους, υιοθέτηση «πολιτικής ισορροπιών» από τον πρόεδρο με αποτέλεσμα την ακινησία, αδυναμία σχεδιασμού έστω και τακτικών κινήσεων, ομηρία της εύθραυστης «πλειοψηφίας» από τους ακραίους της ΠΑΣΚ και της ΔΚΜ, που έχουν αναθαρρήσει μετά το πολιτικό κενό που έχει δημιουργήσει η απουσία της Συσπείρωσης από τη διοίκηση.

Τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω είναι πλέον ορατά σε όλους τους συναδέλφους, με την απουσία της Ομοσπονδίας από τις τελευταίες (Σεπτέμβριος 2003) διεκδικήσεις του συνόλου σχεδόν των εργαζομένων στη χώρα μας και την αδυναμία του ιστορικού κινήματος των μηχανικών του δημοσίου να αρθρώσει σοβαρό και αποτελεσματικό διεκδικητικό λόγο. Ήδη τίθενται σε αμφισβήτηση από την Κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει βέβαια με λεπτομέρειες την κατάστασή μας, ακόμα και οι γραπτές δεσμεύσεις της σχετικά με την οριστική διευθέτηση του 7‰, τη νομική κάλυψη και τους προϊσταμένους των Τεχνικών Υπηρεσιών. Ούτε λόγος βέβαια για ικανοποίηση των υπολοίπων οικονομικών και θεσμικών διεκδικήσεων του κλάδου, ενώ ήδη διαφαίνεται για πρώτη φορά ο κίνδυνος να μην πραγματοποιηθούν καθόλου συλλογικές διαπραγματεύσεις της Ομοσπονδίας με την Κυβέρνηση για το 2003.

 

Η μόνη ελπίδα: το κίνημα

Μπροστά σε αυτήν την πολύ άσχημη συγκυρία, είναι αναγκαία η αφύπνιση των αγωνιστικών αντανακλαστικών των συναδέλφων για να υπερασπιστούν, όπως έκαναν το 1984 και το 1988, τις κατακτήσεις του κλάδου. Η Συσπείρωση, χωρίς να παραγνωρίζει τις δυσκολίες του εγχειρήματος, κατέθεσε την Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2003, σε μια κρίσιμη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας για το μέλλον των κινητοποιήσεων, συνολική πρόταση για τις απαιτούμενες από την Ομοσπονδία ενέργειες που περιλάμβανε συνοπτικά τα εξής:

·      Έκτακτες Γ.Σ. των Α’βάθμιων ΕΜΔΥΔΑΣ για την ενημέρωση, την εγρήγορση και την ενεργό συμμετοχή των συναδέλφων.

·      Πολιτική αποκάλυψη και καταγγελία της Κυβέρνησης με κάθε πρόσφορο μέσο.

·      Παραπομπή της Κυβέρνησης στα αρμόδια εθνικά και κοινοτικά όργανα για τη μη τήρηση των δεσμεύσεών της κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και για την αδιαφάνεια στην παραγωγή των δημοσίων έργων στη χώρα μας.

·      Προκήρυξη μιας πενθήμερης πανελλαδικής απεργίας με παράλληλη διοργάνωση συνέντευξης τύπου για να αναλυθούν οι λόγοι της κινητοποίησης.

·      Συνέχιση των κινητοποιήσεων με την ίδια μορφή (πενθήμερες επαναλαμβανόμενες), τουλάχιστον στις Υπηρεσίες που έχουν σχέση με όλα τα εν εξελίξει Ολυμπιακά Έργα.

·      Γνωστοποίηση των μέτρων που θα ισχύσουν για τους τυχόν απεργοσπάστες και που θα περιλαμβάνουν –για όσους διαγραφούν από τις Α’βάθμιες Ενώσεις – και τη διαγραφή τους από τους καταλόγους των δικαιούχων των επιδομάτων 6‰ και 7‰.

Δυστυχώς, η παραπάνω πρόταση καταψηφίστηκε από την πλειοψηφία του Δ.Σ., το οποίο αποφάσισε την "κλιμάκωση" (;) των κινητοποιήσεων με προκήρυξη 3ωρων πανελλαδικών στάσεων εργασίας κάθε Τετάρτη, και από ώρα 9.00 έως 12.00 για τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες.

Με δεδομένη την κατάσταση αυτή στην Ομοσπονδία, αυτό που πλέον απομένει είναι να γίνει προσπάθεια αναστροφής του κλίματος μέσα στις Γενικές Συνελεύσεις των Α’βάθμιων ΕΜΔΥΔΑΣ, όπου –παράλληλα– θα πρέπει να επιχειρηθεί η ανατροπή της απόφασης για την τριτοβάθμια οργάνωση του κλάδου, εκτιμώντας ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα για την επαναφορά στο προσκήνιο ενός μαχητικού και ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κινήματος των μηχανικών του δημοσίου, μόνη εγγύηση για τη νικηφόρα πορεία των αγώνων του κλάδου και τη συνέχιση της πορείας που είχε ακολουθήσει το κίνημα τα 3 τελευταία χρόνια.

11 Οκτωβρίου 2003

 

<<Αρχική Σελίδα