ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ

 

Μετά από μια μακρόχρονη, ήδη από το 1994, διαδικασία κατάθεσης σχεδίων νόμων, σύστασης ομάδων εργασίας, κατάθεσης αντιρρήσεων και προτάσεων των φορέων των μελετητών και του ΤΕΕ που δεν εισακούστηκαν και την τελική ρήξη του ΤΕΕ με το Υπουργείο λόγω της πραξικοπηματικής εντέλει κατάρτισης ενός απαράδεκτου από κάθε άποψη σχεδίου νόμου με τίτλο: «Μητρώο Μελετητών, ανάθεση και εκπόνηση μελετών και παροχή συναφών υπηρεσιών», η Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, με προμετωπίδα την ανάγκη εκσυγχρονισμού της διαδικασίας ανάθεσης μελετών του Δημοσίου και προσαρμογής της ελληνικής στην κοινοτική νομοθεσία (την οδηγία 92/50/ΕΟΚ «για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών»), προχώρησε στην ψήφισή του από τη Βουλή.

Η ανάγκη προσαρμογής στην οδηγία 92/50 αποτελεί σαφέστατο πρόσχημα δεδομένου ότι στο υφιστάμενο νομικό καθεστώς, το Ν.716/77, όλες οι επιταγές της οδηγίας τηρούνται. Ο Ν.716/77 το μόνο που δεν  προέβλεπε ήταν η διαδικασία ανάθεσης με διαπραγμάτευση, η οποία όμως θεσπίστηκε με το Π.Δ/μα 343/98 που εισήγαγε στην ελληνική νομοθεσία την κοινοτική οδηγία. Δεν προέβλεπε επίσης, και σωστά, τη μειωδοτική προσφορά αφού υπήρχαν θεσμοθετημένοι κώδικες αμοιβών. Κι’ αυτό όμως δεν αποτελεί πρόβλημα προσαρμογής, αφού με την παρ. 1 του άρθρου 36 της οδηγίας προβλέπεται ως κριτήριο ανάθεσης η πιο συμφέρουσα τιμή ή  η μειωδοτική τιμή, με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών.

 Απομένει η προμετωπίδα του εκσυγχρονισμού. Ο νέος Νόμος όμως όχι μόνο δεν θεραπεύει διαπιστωμένα προβλήματα από την εφαρμογή του Ν.716/77, αλλά κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση - αυτή της αντιμετώπισης της μελέτης ως εμπορεύματος που υπόκειται, χωρίς διαμεσολαβήσεις, στους νόμους της αγοράς και του ανταγωνισμού. Στην πραγματικότητα επισφραγίζει ένα καθεστώς ανεξέλεγκτης δραστηριότητας του κατασκευαστικού κεφαλαίου, που τείνει να γενικευτεί και στηρίζεται στην υποτίμηση των μελετών και των μελετητών και στη μη εφαρμογή στην παραγωγή των έργων ουσιαστικών κανόνων προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος.

Ο Ν.716/77 με τα εκτελεστικά του δ/τα, παρά τις αδυναμίες, που επισημάνθηκαν ήδη από τη ψήφισή του, όριζε τους κανόνες του «παιχνιδιού» στον επαγγελματικό ανταγωνισμό και ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι εργοδότης και μελετητής μπορούσαν και όφειλαν να κινηθούν. Η μοίρα όμως που επιφυλάχθηκε στο νομοθετικό αυτό πλαίσιο υπήρξε πραγματικά θλιβερή. Στην υπερεικοσαετή πορεία του δέχθηκε συνεχή πυρά από πελατειακής μορφής νομοθετικές παρεκκλίσεις και άλλες καταστρατηγήσεις των βασικών διατάξεών του και οδηγήθηκε σε ουσιαστική εγκατάλειψη.

Σε μια πορεία συνεχούς επιδείνωσης, σήμερα στον τομέα των αναθέσεων των μελετών επικρατεί πλήρης φαυλότητα. Σε όλο το δημόσιο τομέα, φορείς και εταιρείες του Δημοσίου και τους ΟΤΑ, η αδιαφάνεια, οι πελατειακές σχέσεις και παντός είδους συναλλαγές είναι καθεστώς. Εχει γενικευθεί η χρήση του συστήματος της μελετοκατασκευής, ενός συστήματος απαξιωτικού της μελέτης μέσω της ενσωμάτωσής της στην οικονομική προσφορά των εργοληπτών. Πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα ουσιαστικής ανάθεσης μελετών υπό μορφή ερευνητικών προγραμμάτων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Υπερσυγκεντρώνονται οι μελέτες σε λίγα γραφεία με αποτέλεσμα συνεχείς υπεργολαβίες και γραφεία «μαϊμούδες», πολλαπλή εμφάνιση των ίδιων μελετητών με διαφορετικά μελετητικά σχήματα, σπάσιμο των μελετών σε πολλά κομμάτια και απευθείας ανάθεση. Για τα μεγάλα έργα η πανάκεια είναι οι Ειδικές συμβάσεις, που αποκλείουν το μελετητικό δυναμικό της χώρας και παράγουν σημαντικά έργα που καθορίζουν την αρχιτεκτονική και πολεοδομική φυσιογνωμία του τόπου χωρίς την κήρυξη διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Και όλα τα παραπάνω με το κύριο επιχείρημα – άλλοθι του «επείγοντος» που σχεδόν πάντα αποδεικνύεται στην πορεία ότι δεν ευσταθεί.

Μια τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου με απάλειψη των διατάξεών του που αποτελούν παράθυρα στην αδιαφάνεια και ασυδοσία, βελτίωση άλλων στην κατεύθυνση μεγαλύτερης αντικειμενικότητας και δικαιοκατανομής του μελετητικού αντικειμένου, διασφάλισης υψηλής στάθμης μελετών και συνακόλουθης κατοχύρωσης της εργασίας και της αμοιβής των μελετητών και τέλος  με επιβολή της καθολικής εφαρμογής του χωρίς καμιά εξαίρεση, θα αποτελούσε φραγμό στο σημερινό κατήφορο και τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να μιλήσει για εκσυγχρονισμό.

Αντίθετα ο νέος νόμος του ΥΠΕΧΩΔΕ κινείται στην κατεύθυνση της νομιμοποίησης της σημερινής κατάστασης και έρχεται, με την εισαγωγή της οικονομικής προσφοράς (α) και τη συνακόλουθη κατάργηση του κώδικα αμοιβών, ν’ απελευθερώσει τις μελέτες από τις επιστημονικές «δουλείες» και να τις μετατρέψει σε προσφορές, επιλέξιμες με βάση το κόστος τους το οποίο, για τη διευκόλυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, θ’ αποτιμάται με κριτήρια αντίθετα στην ποιότητα των μελετών και των έργων. Διατηρεί τα παράθυρα στην αδιαφάνεια και τη συναλλαγή προβλέποντας αναθέσεις με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς προκήρυξη λόγω επείγοντος (β). Επιτρέπει επίσημα πλέον τις υπεργολαβίες στις μελέτες (γ).

Τέλος και πολύ σημαντικό, απορρυθμίζει ακόμα περισσότερο τη δημόσια διοίκηση, με τη δυνατότητα υποκατάστασής της στις διαδικασίες ανάθεσης, παρακολούθησης και ελέγχου των μελετών, από Εταιρείες Μελετών και Εταιρείες Συμβούλων (δ). Η επιχειρούμενη παράκαμψη της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, ως ελεγκτικού μηχανισμού που διασφαλίζει την ποιότητα των υπηρεσιών προς τον πολίτη, προδίδει και τις βαθύτερες προθέσεις των συντακτών του νέου νόμου. Αντί της ενδυνάμωσης των Δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών, ώστε να ανταποκριθούν με πληρότητα στις υψηλές απαιτήσεις της παραγωγής άρτιων μελετών και έργων, επιλέγεται συνειδητά η συρρίκνωσή τους και η εκχώρηση θεμελιακών αρμοδιοτήτων του Δημοσίου, σε ιδιώτες. Η επιλογή αυτή έρχεται να ολοκληρώσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο δημόσιο τομέα, που έχουν επιφέρει όχι μόνο την ιδιωτικοποίηση βασικών τομέων του αλλά και την απαξίωση των σημερινών υπηρεσιών του.

Οι διαδικασίες βέβαια (α), (β), (γ), (δ), προβλέπονται και από την οδηγία 92/50, όχι όμως με υποχρεωτικό χαρακτήρα και πάντως ως επιλογές μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις. Η ανάγκη επομένως της προσαρμογής στην οδηγία δεν δίνει κανένα ελαφρυντικό στην κυβέρνηση για τις επιλογές της.

Για όλους αυτούς τους λόγους διαφωνήσαμε επί της αρχής με το νομοσχέδιο του ΥΠΕΧΩΔΕ όταν κατατέθηκε και ζητήσαμε την απόσυρσή του και σήμερα μετά τη ψήφισή του ζητάμε την τροποποίηση του νέου νόμου. Πιστεύουμε ότι οι μηχανικοί θα πρέπει να συγκροτήσουμε τις θέσεις μας σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του νέου νόμου και να απαιτήσουμε την άμεση τροποποίησή του. Η Συσπείρωση θα πρέπει να προτείνει στο ΤΕΕ και τους Συλλόγους των μηχανικών να υιοθετήσουν το πιο κάτω πλαίσιο αρχών και κατευθύνσεων για την τροποποίηση του νομικού πλαισίου το οποίο θα πρέπει να:

·   έχει εφαρμογή για όλες ανεξαιρέτως τις αναθέσεις μελετών έργων δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για όλες τις μελέτες έργων που αναθέτουν το Δημόσιο, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, οι Εταιρείες και Οργανισμοί του Δημοσίου, οι ΟΤΑ, οι Τράπεζες και κάθε φορέας ο οποίος έχει οποιασδήποτε μορφής σχέση ή μέτοχο το Δημόσιο. Εξαιρέσεις που αφορούν το «επείγον» και το ύψος της αμοιβής δεν πρέπει να γίνουν δεκτές, πλην περιπτώσεων απλών εργασιών και σχετικά μικρών ποσών αμοιβής.

·  αποκλείει την ανάθεση καθηκόντων ελέγχου και επίβλεψης μελετών του δημοσίου σε ιδιώτες. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να εκχωρούνται θεμελιακές αρμοδιότητες του Δημοσίου σε ιδιώτες. Προϋπόθεση για την ανάθεση, παρακολούθηση, έλεγχο και επίβλεψη μελετών υψηλών προδιαγραφών είναι η επαρκής στελέχωση, αναβάθμιση και αποκατάσταση του ρόλου των Δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών και η ενδυνάμωση γενικότερα της δημόσιας διοίκησης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του ρόλου της.

·  καθιστά υποχρεωτικούς νομοθετημένους κώδικες αμοι­ών. Οι αμοιβές των μελετών δεν πρέπει ν’ απελευθερωθούν και να κινηθούν στη βάση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού. Αντίθετα, πρέπει να καθοριστούν συγκεκριμένες αμοιβές που θ’ αντιστοιχούν στις προδιαγραφές καθώς και περιορισμοί στην επέκταση της σύμβασης της μελέτης και την ανεξέλεγκτη αύξηση της αρχικής αμοιβής του μελετητή.

·  καθιστά υποχρεωτική την κήρυξη ανοικτού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για όλα τα κάποιας ευρύτερης σημασίας έργα και πάντως οπωσδήποτε για τα μεγάλα έργα.

·  πε­ριο­ρί­ζει σ΄ ε­λά­χι­στες πε­ρι­πτώ­σεις αυ­στη­ρά προ­κα­θο­ρι­σμέ­νες, λό­γω ει­δι­κής α­παι­τού­με­νης τε­χνο­γνω­σί­ας, τη χρή­ση του συ­στή­μα­τος πα­κέ­του με­λέ­της - ­κα­τα­σκευής.

·  α­παι­τεί α­πό το φο­ρέ­α α­νάθε­σης την ύ­παρ­ξη θεσμοθετημένων αυστηρά διατυπωμένων προ­δια­γρα­φών για την εκ­πό­νη­ση της με­λέ­της, ως προ­ϋ­πό­θε­ση για την α­νά­θε­σή της.

·  κα­θο­ρί­ζει την υ­πο­χρε­ω­τική ε­λά­χι­στη σύν­θε­ση της ο­μά­δας με­λέ­της, Ε­ται­ρεί­ας, Γρα­φεί­ου ή σύ­μπρα­ξης Γρα­φεί­ων, α­πό ό­λες τις α­να­γκαί­ες ει­δι­κό­τη­τες για την πλη­ρό­τη­τα κά­θε κα­τηγο­ρί­ας με­λε­τών.

·  κα­θο­ρί­ζει με τη με­γα­λύ­τερη δυ­να­τή σα­φή­νεια τα κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης κα­τά τη δια­δι­κα­σί­α ε­πι­λο­γής, με ε­πι­θυ­μη­τή την α­ριθ­μο­ποί­η­σή τους, ώ­στε να α­πο­φεύ­γε­ται κα­τά το δυ­να­τόν η υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα στις κρί­σεις.

·  προβλέπει την εντοπιότητα σαν ένα απ΄ αυτά τα κριτήρια και εξασφαλίζει τη συμμετοχή των νέων συναδέλφων στις αναθέσεις.

 

Πιστεύουμε, και θα παλέψουμε σ’ αυτην  την κατεύθυνση, ότι το ΤΕΕ και οι Σύλλογοι των μηχανικών θα πρέπει επιτέλους να οργανωθούν για να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, και που χρόνια τώρα έχουν αποποιηθεί, για την απαράδεκτη κατάσταση που επέτρεψαν να διαμορφωθεί στον τομέα της ανάθεσης των μελετών δημοσίου συμφέροντος. Ακόμα και με το νέο, όπως και με το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, μπορούν να καταγγέλουν δημόσια και να προσπαθούν να αποτρέψουν τις εξαιρέσεις που θα τείνουν να γίνουν κανόνας, τις αυθαιρεσίες, την ασυδοσία και την αδιαφάνεια στις αναθέσεις των μελετών και να εναντιωθούν στην προσπάθεια υποβάθμισης και διάλυσης της Δημόσιας Διοίκησης.

 

<<Αρχική Σελίδα