ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
Η
οδηγία 89/48 του Συμβουλίου της ΕΟΚ,
προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της
κοινότητας για την εξάλειψη των εμποδίων
στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών,
εισάγει στην Ευρώπη ένα γενικό συστημα
αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης που πιστοποιούν
επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης
διάρκειας τριών ετών. Στην οδηγία
ορίζεται επίσης ότι:
-
τα κράτη μέλη διατηρούν
την ευχέρεια να ορίζουν το ελάχιστο
επίπεδο των αναγκαίων προσόντων, ούτως
ώστε να εγγυώνται την ποιότητα των
υπηρεσιών που παρέχονται στο έδαφός τους.
-
κάθε κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο
είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο ένα
επάγγελμα υποχρεούται
να λαμβάνει υπόψη του τα προσόντα που
αποκτώνται σε άλλο κράτος μέλος και να
εκτιμά αν αυτά αντιστοιχούν στα
προσόντα που απαιτεί.
-
οι επαγγελματικές ενώσεις ή οργανώσεις
οι αναγνωρισμένες από τις δημόσιες αρχές,
που παρέχουν τίτλους στα μέλη τους, δεν
μπορούν να επικαλεστούν τον ιδιωτικό
τους χαρακτήρα για να αποφύγουν την
εφαρμογή αυτού του συστήματος.
-
το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να επιβάλλει πρακτική άσκηση
προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας όταν
τα προσόντα του ενδιαφερομένου δεν
αντιστοιχούν στα προσόντα που ορίζονται
από τις εθνικές διατάξεις.
Η
κυβέρνηση, 11 χρόνια μετά την έκδοση της
οδηγίας και κάτω από ισχυρότατες πιέσεις
της Ε.Ε., εισήγαγε την οδηγία σαν
εσωτερικό δίκαιο με το Π.Δ/μα 165/28-6-2000. Με
το Π.Δ/μα 165/2000 δημιουργείται Συμβούλιο
αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας
τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,
που παρακάμπτει το ΔΙΚΑΤΣΑ, αρμόδιο για
την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας,
εισάγοντας για πρώτη φορά τέτοιο
διαχωρισμό. Αν όμως μέχρι σήμερα η
απόκτηση πτυχίου σήμαινε ουσιαστικά και
αναγνώριση επαγγελματικής επάρκειας,
απόδειξη το τυπικό των εξετάσεων παροχής
άδειας άσκησης επαγγέλματος από το ΤΕΕ,
σήμερα αυτή η επάρκεια αποσυνδέεται από
τις ακαδημαϊκές σπουδές. Το Συμβούλιο,
λαμβάνοντας υπόψη και την επαγγελματική
πείρα, μπορεί να αποδώσει επαγγελματική
ισοτιμία σε διπλωματούχους τριετών
σπουδών και αυτό έκανε τον πρώτο χρόνο
της λειτουργίας του. Οι κάτοχοι πλέον
αυτής της ισοτιμίας μπορούν να υποβάλλουν
αίτηση εγγραφής στην αντίστοιχη
επαγγελματική οργάνωση (βλέπε ΤΕΕ) και
αυτή αρκεί, ακόμη και αν η οργάνωση δεν
την αποδέχτηκε, για να ασκήσει ο αιτών το
επάγγελμα στο οποίο αφορά η αναγνώριση
της ισοτιμίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και
στο δημόσιο τομέα, στενότερο ή ευρύτερο,
χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ζητήσει
παράλληλα και την αναγνώριση του
τίτλου σπουδών του από το ΔΙΚΑΤΣΑ ή το ΙΤΕ.
Για το ίδιο θέμα έχει εκδοθεί και η 50/2001
γνωμοδότηση της μείζονος ολομέλειας του
ΑΣΕΠ.
Ομως
με το Π.δ/μα 512/1991 ορίζεται ότι ως τακτικά
μέλη του ΤΕΕ εγγράφονται υποχρεωτικά
όλοι οι ελληνικής ιθαγένειας ή οι έχοντες
ιθαγένεια κράτους μέλους της ΕΕ,
Διπλωματούχοι του ΕΜΠ, των Πολυτεχνικών
Σχολών της χώρας και των ισοτίμων Σχολών
του εξωτερικού μετά τη λήψη της άδειας
άσκησης του επαγγέλματος. Σύμφωνα με το
Νόμο 1225/1981 την άδεια άσκησης επαγγέλματος
του μηχανικού χορηγεί το ΤΕΕ μετά από
προφορικές εξετάσεις και επιπλέον για
τους διπλωματούχους του εξωτερικού με
την προσκόμιση βεβαίωσης ισοτιμίας του
διπλώματος από το ΔΙΚΑΤΣΑ, το οποίο έχει
αυτήν την αρμοδιότητα βάσει του Ν.741/1977.
Είναι προφανής η αντίφαση της ελληνικής
νομοθεσίας σε ό,τι αφορά την άδεια
άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού.
Ετσι το ΤΕΕ αρνήθηκε να εγγράψει ως μέλη
του διπλωματούχους του εξωτερικού που
πήραν την ισοτιμία από το Συμβούλιο
Αναγνώρισης αλλά δεν κατείχαν την
ισοτιμία από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Κάποιοι απ’
αυτούς προσεφυγαν στο ΣτΕ κατά της
άρνησης του ΤΕΕ να τους εγγράψει και μέσα
στο καλοκαίρι εκδόθηκε θετική γι’ αυτους
απόφαση. Τώρα το ΤΕΕ είναι υποχρεωμένο να
τους εγγράψει, παρόλο ότι στην τελευταία
Αντιπροσωπεία πολλές φωνές ακούστηκαν
υπέρ του να επιμείνει στην άρνησή του.
Το
ΤΕΕ έχει κάνει ήδη από τις 27- 9-2000 προσφυγή
στο ΣτΕ με αίτημα την ακύρωση του Π.Δ/τος
165, η οποία αναμένεται, μετά από πολλές
αναβολές, να εκδικαστεί μέσα στον Οκτώβρη.
Πιστεύουμε
ότι η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών,
όπως και η δυνατότητα άσκησης του
επαγγέλματός του από κάθε ευρωπαίο
πολίτη στο έδαφός της Ευρώπης, είναι
επιθυμητός στόχος. Πιστεύουμε επίσης ότι
τρόπος που επέλεξε η κυβέρνηση να
επιτύχει αυτόν το στόχο στο ελληνικό
έδαφος, με το Π.Δ/μα 165/2000, είναι το
λιγότερο απαράδεκτος και
αντισυνταγματικός. Πρέπει λοιπόν το
άθλιο αυτο Π. Δ/μα να καταργηθεί άμεσα. Το θέμα που αφορά αυτούς που απέκτησαν
το πτυχίο τους σε άλλο κράτος της Ευρώπης
και θέλουν να εργαστούν στην Ελλάδα,
μπορεί να επιλυθεί με την θέσπιση ενός
συστήματος πιστοποίησης των δυνατοτήτων,
και με ποιο εύρος, άσκησης του
επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο στη
χώρα προέλευσης του διπλώματός του και
άμεσης αναγνώρισης αυτών των δυνατοτήτων
και στην Ελλάδα. Ολα τα άλλα είναι εκ
του πονηρού.
Γιατί
αν όσα παρακολουθούμε να
διαδραματίζονται σχετικά με το θέμα των
επαγγελματικών ισοτιμιών συνδυαστούν με
το Ν.2916/2001 για την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ,
γίνεται ολοφάνερος ο στόχος: να περάσει
με οποιοδήποτε μέσο η αναδιάρθρωση στο
χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με
επιβολή των αρχών της διακήρυξης της
Μπολώνια και της Πράγας για δύο κύκλους
σπουδών. Ο πρώτος τριετής κύκλος, κατά τα
πρότυπα του «αγγλοσαξωνικού» μοντέλου θα
παρέχει πτυχίο και τη δυνατότητα άσκησης
του επαγγέλματος.
Το
κυοφορούμενο σχέδιο, που εκπορεύεται από
τις επικρατούσες στην ΕΕ τάσεις, απαιτεί
την προσαρμογή της εκπαίδευσης και των
όρων εισαγωγής στην αγορά εργασίας στις
ανάγκες μιας διεθνοποιημένης αγοράς. Η
αγορά εργασίας σήμερα απαιτεί αφενός τη
γρήγορη, μαζική και με το μικρότερο
κόστος χορήγηση πρακτικών και άμεσα
αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων και
αφετέρου την ευχέρεια να χρησιμοποιεί
ένα περιορισμένο αριθμό εργαζομένων σε
εποπτικές και σχεδιαστικές θέσεις. Η
ανάγκη αυτή οδηγεί μοιραία σε εκπαίδευση
πολλών ταχυτήτων.
Το
σχήμα αυτό, ιδιαίτερα για τις
Πολυτεχνικές Σχολές, θα έχει τεράστια
επίπτωση στα προγράμματα σπουδών και
στην παρεχόμενη γνώση, με κατάτμηση των
γνωστικών αντικειμένων και απομάκρυνση
από την ιστορική έννοια της Universitas.
Είναι προφανής σε μια τέτοια εξέλιξη η
υποχώρηση της γενικής παιδείας και της
αξίας της πανεπιστημιακής μόρφωσης, που
παρέχει επίσης τη δυνατότητα προσαρμογής
του επιστήμονα στις οποιεσδήποτε νέες
απαιτήσεις του αντικειμένου του, σε
όφελος της γρήγορης κατάρτισης σε έναν
εξειδικευμένο τομέα, με γνώσεις που
γρήγορα απαξιώνονται.
Με
την αναπόφευκτη και άνευ όρων
μαζικοποίηση που βλέπουμε να συντελείται
ήδη στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση,
την ίδρυση πλήθους νέων τμημάτων, χωρίς
αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών,
τον υπερπληθωρισμό των τίτλων, την
αλληλοεπικάλυψη και τον κατακερματισμό
γνωστικών αντικειμένων και
επαγγελματικών δεξιοτήτων, η αγορά
τείνει να αναγορευθεί στο μοναδικό
εκφραστή και αξιολογητή της εκπαίδευσης
και του επαγγέλματος. Ο εργαζόμενος
μηχανικός μετατρέπεται σε εξάρτημά της
χάνοντας οριστικά τον έλεγχο του
αντικειμένου του, αλλά και όντας σε μια
ατομική πορεία την συλλογική του
συνείδηση και διαπραγματευτική
δυνατότητα.
Στη
σημερινή φάση πρώτο στόχο για το ΤΕΕ
πρέπει να αποτελεί η ακύρωση του άθλιου
κατασκευάσματος του Υπουργού Παιδείας Π.Δ/τος
165/2000. Μέσα στους κόλπους του ΤΕΕ, προς το
παρόν, αποτελεί αδιαπραγμάτευτη θέση ότι
προϋπόθεση για να διασφαλίζεται η
ασφάλεια, η ακεραιότητα και η ποιότητα
στις παρεχόμενες υπηρεσίες από τους
μηχανικούς, είναι το ενιαίο και αδιαίρετο
των 5ετούς φοίτησης σπουδών. Φαίνεται
όμως επίσης ότι πολλοί προσανατολίζονται
σε προτάσεις τροποποίησης του συστήματος
απονομής της άδειας άσκησης επαγγέλματος
από το ΤΕΕ, με γραπτές, ουσιαστικές και
αδιάβλητες επαγγελματικές εξετάσεις και
με διαβάθμιση των δυνατοτήτων πρόσβασης σε επαγγελματικές
δραστηριότητες όλων των αποφοίτων της
τεχνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
συμπεριλαμβανομένων των αποφοίτων ΤΕΙ,
ανάλογα με το χρόνο και το πρόγραμμα
σπουδών, ύστερα από αυτές τις εξετάσεις.
Εκείνο που γίνεται φανερό είναι ότι γι΄
αυτούς που το προτείνουν το ζητούμενο
είναι να περάσει στα χέρια του ΤΕΕ, και
γύρευε πώς θα επιλυθούν τα προβλήματα που
θα προκύψουν μέσα σ’ αυτό, ο χειρισμός
του όλου θέματος απονομής
επαγγελματικών δικαιωμάτων στους
μηχανικούς όλων των εκπαιδευτικών
βαθμίδων, ώστε να εξακολουθήσει να
αποτελεί το μοναδικό εκφραστή του
τεχνικού κόσμου.
Πιστεύουμε
ότι στο έδαφος της σημερινής συγκυρίας, η
προσπάθειά μας εντός και εκτός του ΤΕΕ θα
πρέπει να κινείται μέσα στα πλαίσια των
πιο κάτω θέσεων:
·
Απαραίτητη και επαρκής για την
άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού
είναι η ενιαία και αδιαίρετη πενταετής
διάρκεια σπουδών
·
Δεν είναι αποδεκτή αποσύνδεση του
ακαδημαϊκού τίτλου από τα επαγγελματικά
δικαιώματα ή αλλαγή του τρόπου απονομής
των επαγγελματικών δικαιωμάτων στους
αποφοίτους των πολυτεχνικών σχολών
·
Πρέπει να θεσμοθετηθούν
διασαφινισμένα επαγγελματικά δικαιώματα
ανά κατηγορία μηχανικών αλλά και για τους
αποφοίτους ΤΕΙ χωρίς αλληλοεπικαλύψεις
·
Σε εφαρμογή της οδηγίας 89/48, στους
αποφοίτους σχολών του εξωτερικού,
μικρότερης διάρκειας σπουδών, να
αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα
αντίστοιχα με αυτά που τους παρέχονται
στο κράτος μέλος προέλευσης, όπου είναι
νομοθετικά κατοχυρωμένο το επάγγελμα.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η αναγνώριση
θα γίνεται μόνο μετά από σοβαρή έρευνα
των στοιχείων και πιστοποιητικών που
κατατίθενται και κάνοντας χρήση των
αντισταθμιστικών μέτρων της πρακτικής
άσκησης ή της δοκιμασίας επάρκειας. Σ’αυτήν
τη διαδικασία η διατήρηση των ιδιαίτερων
εθνικών προϋποθέσεων που αφορούν τον
καθένα ευρωπαίο εργαζόμενο είναι
απαραίτητος όρος για να μην υπάρξει η
πλήρης διάλυση της έννοιας του
επαγγελματικού δικαιώματος πανευρωπαϊκά
και στην Ελλάδα.