ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΕ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Προτού
κανείς αρχίσει να περιγράφει στοιχεία
για το ποια θα μπορούσε στις μέρες μας να
είναι μια γραμμή μαζών για το ξεδίπλωμα
μιας ουσιαστικής και αποτελεσματικής,
ριζοσπαστικής, αριστερής παρέμβασης στο
χώρο των μηχανικών και του ΤΕΕ, οφείλει να
εξετάσει το ερώτημα του αν έχει ιδιαίτερη
πολιτική σημασία για οποιοδήποτε σήμερα
δραστηριοποιείται πολιτικά από το
μετερίζι της ριζοσπαστικής αριστεράς στο
να εμπλακεί με κάτι τέτοιο.
Το
ερώτημα αυτό τίθεται διπλά: α)από τη
σκοπιά του αν έχει ιδιαίτερη πολιτική
σημασία μια τέτοια απόπειρα, από το αν
δηλαδή μια αποτελεσματική πολιτική
γραμμή μπορεί να τροποποιεί το
συσχετισμό δύναμης εντός του ΤΕΕ αλλά και
γενικότερα, β) από τη σκοπιά του αν μια
τέτοια απόπειρα οφείλει και μπορεί να
δοθεί με όρους μιας ριζοσπαστικής,
αριστερής παρέμβασης ή έχει μεγαλύτερη
σημασία να δοθεί πχ με όρους ενός
πολιτικού σχεδίου που θα κατατείνει
περισσότερο σε κάτι που θα θυμίζει σχέδια
της κεντροαριστεράς.
Η
απάντηση σε αυτό το διπλό ερώτημα δεν
μπορεί να δοθεί χωρίς να συμπεριλάβει τα
εξής:
α)
Το ποια είναι σήμερα η ευρύτερη πολιτική
συγκυρία, η πάλη των τάξεων διεθνώς και
στην Ελλάδα, το αν υπάρχουν σήμερα
ρήγματα στη κοινωνική μεθοδολογία του
κεφαλαίου, το πως η συγκυρία επηρεάζει
τις διεργασίες στο χώρο της ελληνικής
αριστεράς συνεπώς και το πώς αρθρώνονται
τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια στο
κοινωνικό επίπεδο και τη συνδικαλιστική
δράση εντός του ΤΕΕ, άρα και σε τελική
ανάλυση μια τοποθέτηση στο αν σήμερα έχει
νόημα ένα σχήμα στους μηχανικούς να έχει ριζοσπαστική
αριστερή φυσιογνωμία και κατεύθυνση
β)το
πώς το κεφάλαιο στη προσπάθειά του να
αποσπά τη συναίνεση διαφορετικών
κοινωνικών κατηγοριών συνάπτει
συμμαχίες με τμήματα μηχανικών τι
σημαίνει αυτό για μια παρέμβαση στο ΤΕΕ,
το αν υπάρχουν αντιφάσεις στις
διαδικασία αυτή, το αν υπάρχουν σήμερα
κατηγορίες μηχανικών των οποίων τα
συμφέροντα πολώνονται με αυτά της
εργατικής τάξης, εν τέλει το αν υπάρχουν υποκείμενα
για να έχει νόημα μια ριζοσπαστική,
αριστερή παρέμβαση, ποιες είναι αυτές
οι κατηγορίες που θέλουμε να
απευθυνθούμε, ποια ειδική γραμμή μαζών
για την έκφραση των συμφερόντων αυτών των
κατηγοριών;
γ)
το αν μπορεί να υπάρχει ένα καταρχήν
πρόγραμμα συνδικαλιστικής δράσης που να
μπορεί στοιχειωδώς να προβλέψει την
κίνηση του αντιπάλου και να απαντήσει. Εν
ολίγοις σε ποια μέτωπα θα κλιθούμε να
ξεδιπλώσουμε αυτή τη ριζοσπαστική,
αριστερή γραμμή μαζών;
δ)
Το αν υπάρχουν οι αναγκαίοι πολιτικοί
όροι για το ξεδίπλωμα αυτής της γραμμής,
το αν υπάρχουν λειτουργίες μέσα από τις
οποίες μπορεί αυτοτελώς να εκφραστεί μια
διαφορετική από τις κυρίαρχες εντός του
ΤΕΕ απόψεις, ποιες συμμαχίες οφείλουν να
γίνουν, αν είναι αναγκαίες και πάνω σε
ποιους άξονες;
2. ΓΙΑ ΕΝΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ
ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΗΣ ΣΤΟΥΣ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ
i)
Είτε έχουμε μια πιο αισιόδοξη είτε
μια πιο μετρημένη τοποθέτηση για τη
σημερινή συγκυρία σίγουρα δεν θα βρούμε
κανένα άνθρωπο που να μπορεί να
τεκμηριώσει ότι η σημερινή πολιτική
συγκυρία και ο βαθμός ανάπτυξης της
ταξικής πάλης είναι ο ίδιος ή χειρότερος
από αυτό που όλοι ζήσαμε τη δεκαετία του
’90. Τουναντίον δύο πράγματα
χαρακτηρίζουν τη συγκυρία τόσο διεθνώς
όσο και στην χώρα μας και είναι αυτά που
τροφοδοτούν την επανεμφάνιση των μαζών
στο προσκήνιο, σε αντιπολεμικές
διαδηλώσεις, σε μεγαλειώδεις απεργίες: α)
η εμφάνιση ενός ρήγματος στη κοινωνική
μεθοδολογία του κεφαλαίου, με άλλα λόγια
το γκρέμισμα, η ιδεολογική
απονομιμοποίηση του μονόδρόμου του
νεοφιλελευθερισμού σε όλο και ευρύτερα
τμήματα μαζών, ενός ιδεολογήματος που
κατίσχυσε στις μάζες και που δυστυχώς
χρωμάτισε με ήττες για την εργατική τάξη
όλη τη δεκαετία του ’90 και β) η
επανεμφάνιση όψεων έντονης εργατικής
διεκδικητικότητας ακόμα και σε μια
περίοδο όπου η εργατική τάξη είναι
ανοργάνωτη. Έτσι τους κοινωνικούς
αυτοματισμούς των εκσυγχρονιστών
απεργοσπαστών, τη βία και τον αυταρχισμό
του κράτους δολοφόνου (Τεμπονέρας), τις
διαδηλώσεις των 100 και των 500 στο κέντρο
της Αθήνας, τη συνδικαλιστική ξηρασία
έχει αρχίσει να διαδέχεται
μια άλλη εντελώς διαφορετική
πραγματικότητα. Το Σιάτλ, η Γένοβα, το
Ναύπλιο και η Θεσσαλονίκη, οι προεδρικές
εκλογές και το αποτέλεσμα της
επαναστατικής αριστεράς στη Γαλλία, η
Αργεντινή, η Βενεζουέλα, η Βραζιλία, η νέα
Ιντιφάντα, η απεργία για το ασφαλιστικό
σε Ελλάδα, Γαλλία , Αυστρία, το
αντιπολεμικό κίνημα που όλοι ζήσαμε και
σήμερα μαζί και με την αντίσταση των
Ιρακινών τόσο πολύ δυσκολεύει αυτό που
κατά τα άλλα οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές
και οι σύμμαχοί τους θέλανε να
περιγράψουν σαν εύκολη νίκη.
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι
παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα κάτι έχει
αλλάξει.
Τη
διαπίστωση αυτή φυσικά δεν την κάνουν οι
υπογράφοντες μόνο. Πρώτος και κύριος την
κάνει ο ίδιος ο αστισμός που στην Ελλάδα
λαμβάνει τα μέτρα του εδώ και πολύ καιρό
στο να μπορέσει να ενσωματώσει με τον
καλύτερο τρόπο όλη αυτή τη μεταβολή των
σχέσεων ιδεολογικής εκπροσώπησης και να
την εντάξει στα σχέδιά του. Δεν είναι
φυσικά μόνο οι εξαγγελίες του Σημίτη και
η θέση μάχης που παίρνει η ΝΔ για τις
εκλογές. Το σχέδιο των αστών αφορά
κυρίως την αριστερά και την επίμονη
προσπάθεια στο να ενισχυθεί
μια αριστερά ελέγξιμη, μια αριστερά εντός
των τειχών, μια αριστερά μιας άλλης
ισχυρής Ευρώπης, μιας αριστεράς με μεγάλα
λόγια ενάντια στη παγκοσμιοποίηση αλλά
με πολύ λίγα για τα συμφέροντα των
εργαζομένων και των νεολαιών εντός της
Ελλάδας, μια αριστερά με μετατοπισμένο
πρόγραμμα πάλης στο πεδίο των
δικαιωμάτων γενικώς και όχι στων
συμφερόντων της εργατικής τάξης, μια
πολύχρωμη αριστερά που θα επιχειρήσει να
ενσωματώσει όλο αυτό το ριζοσπαστισμό
των νεολαίων και των εργαζομένων και να
τους ρίξει στη κάλπη του ανανεωμένου ΣΥΝ.
Τι
άραγε αφορούν όλα τα παραπάνω τη συζήτησή
μας; Εκ πρώτης όψεως μπορούμε να πούμε το
εξής: Όσο και αν οι διάφορες συνιστώσες
της αριστεράς φάνηκαν επιφανειακά να
στηρίζουν διαφορετικές πρωτοβουλίες για
τις διαδηλώσεις του 2003 (ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΓΩΝΑ,
ΔΡΑΣΗ, ΕΚΦ) στη πραγματικότητα η περσινή
χρονιά, ακριβώς γιατί τις όσες μεταβολές
συμβαίνουν στην ευρύτερη πολιτική
συγκυρία τις αντιλαμβάνονται όλοι,
αποτέλεσε μια χρονιά ευρύτερων
διεργασιών, μετατοπίσεων συγκρότησης
στρατηγικών προγραμματικών στόχων κτλ. Η
αλήθεια είναι πως η συζήτηση αυτή στο
εσωτερικό της συσπείρωσης δεν έχει λάβει
την αναγκαία έκταση. Έτσι ενώ όλο το
προηγούμενο διάστημα, με αφορμή την
ελληνική προεδρία και τη σύνοδο κορυφής
στη Θεσσαλονίκη, η ελληνική αριστερά
συγκλονίστηκε από το ερώτημα του «ποια
αριστερά θέλουμε;» (αναπτύχθηκαν τόσο
τάσεις σεκταρισμού, όσο και τάσεις
δορυφοριοποίησης γύρω από το ρεφορμισμό
– και στις δύο εκδοχές του ΚΚΕ-ΣΥΝ), η
Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών επέλεξε
να μην τοποθετηθεί ή καλύτερα να
τοποθετηθεί αλλού έτσι αλλού αλλιώς.
Τόσο το Ναύπλιο, όσο οι αντιπολεμικές
κινητοποιήσεις και η Θεσσαλονίκη τον
Ιούνη κατέδειξαν πως το σχέδιο
οικοδόμησης της νέας σοσιαλδημοκρατίας
στην Ελλάδα δεν είναι μία διαδικασία άνευ
αντιφάσεων. Αυτό αποτυπώθηκε περίτρανα
ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη μέσα από την
αποτυχία του ΕΚΦ να συγκροτήσει την
μαζικότητα και τη πλατύτητα, χάριν της
οποίας έριξε τόσο πολύ το πήχη του
πολιτικού τόνου που εξέφραζε. Αντιθέτως,
όλο αυτό το διάστημα οι δυνάμεις που
επέμειναν σε μια αυτοτελή εμφάνιση της
ριζοσπαστικής αριστεράς με αφορμή το
πόλεμο και την ελληνική προεδρεία,
κατάφεραν σε αντίθεση με τις προσδοκίες
που έφερε ο χώρος του ΕΚΦ, να αποδείξουν
ότι εν δυνάμει είναι εφικτή η εμφάνιση
ενός τρίτου πόλου υπαρκτού και κοινωνικά
αναγνωρίσιμου της ανεξάρτητης
ριζοσπαστικής επαναστατικής αριστεράς.
Οι
υπογράφοντες επιμένουν για μια
φυσιογνωμία και κατεύθυνση της
Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών με αναφορά
στη ριζοσπαστική αριστερά και στα συμφέροντα
της εργατικής τάξης με όλες εκείνες τις
κρίσιμες οριοθετήσεις
αναγκαίες για το διαχωρισμό από το ρεφορμισμό
(και των δύο εκδοχών του ΣΥΝ, ΚΚΕ) καθώς
και ένα σύνολο αντίστοιχων πραχτικών
πολιτικοσυνδικαλιστικής δράσης και
απεύθυνσης για δύο λόγους: α) ακριβώς
γιατί κάνουμε την εκτίμηση ότι η συγκυρία
είναι πλούσια ευκαιριών (άλλο τόσο και
κίνδυνων) για την εμφάνιση
πολιτικοσυνδικαλιστικών σχημάτων με τέτοια
φυσιογνωμία που να μπορούν να έχουν
νικηφόρα δυναμική. β) ακριβώς γιατί στο
σύνολο της κοινωνικής κατηγορίας «μηχανικός»
και στο πώς αυτή εκπροσωπείται εντός του
ΤΕΕ λείπει μια τέτοια ξεκάθαρη
έκφραση. Σε κάθε περίπτωση αδυνατούμε
να βρούμε έστω και ένα πραγματικό
επιχείρημα για το οποίο να αρμόζει σήμερα
μια ποιο κοντινή στις δυνάμεις του
ρεφορμισμού πολιτική εντός του ΤΕΕ (Πανεπιστημονική,
Κιτσίκης, κτλ). Φυσικά δεν παραβλέπουμε
ούτε το ζήτημα των συμμαχιών που χρίζει
ιδιαίτερης προσοχής και θα αναφερθούμε
παρακάτω, ούτε την ανάγκη στη Συσπείρωση
να υπάρχουν και να συμμετέχουν σύντροφοι
με διαφωνίες ως προς αυτή τη πολιτική
κατεύθυνση.
ii) Είναι
γεγονός ότι η τελευταία δεκαετία
αποτέλεσε περίοδο έντονης ανάπτυξης του
κατασκευαστικού κλάδου σε ένα τοπίο
κυριαρχίας του κεφαλαίου, ταυτόχρονης
υποχώρησης, κατακερματισμού και
παραγωγικοποίησης του συλλογικού
εργαζόμενου. Οι παραπάνω συνθήκες
διαμόρφωσαν στον ελληνικό κοινωνικό
σχηματισμό ένα ικανοποιητικό για την
καπιταλιστική κερδοφορία πλέγμα
τεχνικών, οικονομικών, παραγωγικών και
ταξικών σχέσεων στον κλάδο αυτό. Η
πραγματικότητα σήμερα κατατάσσει τις
ελληνικές κατασκευαστικές εταιρίες ως το
ποιο επιθετικό κομμάτι του ελληνικού
κεφαλαίου στο εσωτερικό αλλά και το
εξωτερικό (Βαλκάνια, Παρευξίνιες Χώρες,
Ανατολική Μεσόγειο). Η συμμετοχή των
κατασκευών στο ΑΕΠ: 16,1% (2000), αναμένεται να
ξεπεράσει το 20% την εξαετία 2001-2006 ενώ το
σύνολο των εργαζόμενων του κλάδου (290.000)
αντιπροσωπεύει το 7,5% της συνολικής
απασχόλησης και αναμένεται να αυξηθεί
σημαντικά. Την εξαετία 2001 - 2006 αναμένεται
δημιουργία 62.000 θέσεων εργασίας με την
παρακάτω διάρθρωση: 15.000 μηχανικοί, 7.000
απόφοιτοι ΤΕΙ - ΙΕΚ, 35.000 μετανάστες και 5.000
διαφόρων ειδικοτήτων. Κάθε χρόνο
εισέρχονται στην αγορά εργασίας 3200 νέοι
μηχανικοί, που κατευθύνονται σε όλους
τους τομείς (βιομηχανία, μελέτη-κατασκευή,
νέες τεχνολογίες, εμπόριο-προμήθειες
εξοπλισμού). Το ποσοστό αυτών με
εξαρτημένη σχέση εργασίας αυξάνεται τα
τελευταία χρόνια συνεχώς. (Στοιχεία:
μελέτη ΕΜΠ για τους αποφοίτους του, ΙΟΚ).
Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο πολιτικών και
οικονομικών συντεταγμένων οι εργασιακές
σχέσεις των μισθωτών στο κλάδο
διαμορφώνονται ως εξής:
o
Γενικεύεται η απασχόληση των
μισθωτών μηχανικών, κάτω από το καθεστώς
του δελτίου παροχής υπηρεσιών, που δεν
αφορά πλέον μόνο την μελέτη-κατασκευή,
αλλά αποτελεί ήδη γενικευμένη σχέση
αμοιβής ενός πολύ ευρύτερου χώρου
εργασίας. Το ΔΠΥ αποτελεί τον βασικό
μοχλό της ατομικής διαπραγμάτευσης, της
πλήρους ελαστικοποίησης και
παραγωγικοποίησης της εργασίας, της
απεμπόλησης κάθε στοιχειώδους
δικαιώματος του μισθωτού, στη βάση της
ελεύθερης «συνεργασίας».
o
Συμβάσεις αποικιοκρατικού
περιεχομένου αποτελούν πλέον τη συνήθη
πραχτική της εργοδοσίας. Η αποδόμηση του
εργατικού δικαίου επεκτείνεται στο
σύνολο των εργαζόμενων του κλάδου (ωράριο,
άδειες, επιδόματα, συνδικαλιστικές
ελευθερίες)
o
Επιτείνεται η ένταση και έκταση της
εργασίας στα όρια της βιολογικής
αναπαραγωγής (το 6ήμερο – 10ωρο – 60ωρο
αποδεκτή υποχρεωτικά και με υπογραφή
σύμβασης).
o
Η όποια αύξηση των αποδοχών με
ατομική διαπραγμάτευση και υπό την πίεση
των χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης των
έργων, γίνεται με την αποδοχή των όρων και
των ρυθμών που επιβάλει η υλοποίησή τους.
o
Οι εργασιακές σχέσεις του ιδιωτικού
τομέα, επεκτείνονται με πολλούς τρόπους
και στο δημόσιο.
o
Αφαιρούνται ασφαλιστικά δικαιώματα
χρόνων και εισάγονται συστήματα
ανταποδοτικότητας και κεφαλαιοποίησης
των ασφαλιστικών αποθεμάτων των ταμείων.
o
Η συγκράτηση χαμηλών και
αναντίστοιχων με τις σύγχρονες ανάγκες
και την συνολική κερδοφορία, βασικών
μισθών συνάδει με την αδιάκοπη για πάνω
από 15 χρόνια πολιτική λιτότητας. Το
σύνολο της εργασίας στον κλάδο (χειρονακτικής
- διανοητικής με όλες τις διαβαθμίσεις
τους) ωθείται συστηματικά τα τελευταία
χρόνια στην υπερεργασία, προσδοκώντας,
για να αντεπεξέλθει στο αυξημένο κόστος
ζωής, στην υπερωριακή αμοιβή.
Ενόψει
της περάτωσης των Ολυμπιακών Έργων και το
Γ’ ΚΠΣ πολλοί υποστηρίζουν ότι ο κλάδος
θα βρεθεί σε κρίση. Μια τέτοια εκτίμηση
παραβλέπει το βαθμό ανταγωνιστικότητας
που έχουν κατακτήσει οι ελληνικές
κατασκευαστικές εταιρίες, παραβλέπει τον
τεράστιο αριθμό ανεκτέλεστων έργων. Το
σίγουρο είναι ότι όποιοι οικονομικοί
κραδασμοί συμβούν, αυτοί θα οδηγήσουν στο
περαιτέρω βάθεμα των παραπάνω δυσμενών
για τη ζωντανή εργασία σχέσεων.
Ιδιαίτεροι
ιστορικοί – ταξικοί λόγοι έχουν φέρει
στο σήμερα το σύνολο των τεχνικών,
διανοητικά εργαζομένων στη παραγωγή να
μην εκπροσωπούνται από κανένα φορέα
συνδικαλιστικά, με αποτέλεσμα την όποια
συλλογική σύμβαση εργασίας να την
υπογράφει ένα εργοδοτικό σωματείο ο ΣΤΥΕ.
Οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι το
στρώμα των Μηχανικών δεν αποτελεί ένα
ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο, στο βαθμό
που δεν μπορεί να αναγνωρίσει με κοινό
τρόπο τα συμφέροντα του ούτε να τα
προβάλει πολιτικά. Στο εσωτερικό αυτού
του στρώματος συγκροτούνται κοινωνικές
μερίδες με ανταγωνιστικά κοινωνικά και
οικονομικά συμφέροντα. Μπορούμε να
διακρίνουμε 2 βασικές κοινωνικές μερίδες
στο εσωτερικό του στρώματος των
μηχανικών:
·
Παραδοσιακά οι μηχανικοί
χαρακτηρίζονταν από μια μαζική κοινωνική
μερίδα που συγκροτούνταν ως πολιτική και
κοινωνική δύναμη στην βάση του
διευθυντικού της δικαιώματος και ρόλου,
ως τμήμα του αστικού συνασπισμού
εξουσίας. Μερίδα που εδράζεται στην
ιδεολογική αυτοαναγνώρισή της ως στρώμα
διαχωρισμένο από την εργασία. Την όχι και
μεγάλη αυταπάτη σε τελική ανάλυση, της
κοινωνικής ανέλιξης και της οργανικής εν
δυνάμει ένταξης της στον συνασπισμό
εξουσίας. Αυτή η κοινωνική μερίδα
συγκροτείται γύρω από ανερχόμενες και
διευρυνόμενες παραγωγικές διαδικασίες
και κλάδους (Κατασκευές – πληροφορική κ.λ.π)
αλλά και από την ιδιαίτερα συνεχώς
διευρυνόμενη συνάρθρωση της λειτουργίας
του επιτελικού οικονομικού και
παραγωγικού σχεδιασμού και των ιδιωτικών
φορέων και επιχειρήσεων (σύμβουλοι
επιχειρήσεων, εταιρίες συμβούλων,
σύμβουλοι επενδύσεων κ.λ.π.)
·
Από την άλλη μεριά, αντίστοιχα
συγκροτείται μια άλλη κοινωνική μερίδα,
στην βάση του γενικού προσδιορισμού της
ως διανοητικής εργασίας. Ναι μεν
διανοητικής, ειδικευμένης, τεχνικής και
σχετικά αναβαθμισμένης εργασίας, αλλά
παρόλα αυτά εργασίας. Η μερίδα αυτή
διευρύνεται εξαιτίας της τεχνολογικής
ανασυγκρότησης της συνολικής
καπιταλιστικής παραγωγής και της έντονης
τάσης επανειδίκευσης της ζωντανής
εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο
προσδιορισμός αυτής της κοινωνικής
μερίδας ως πολιτικό και κοινωνικό
υποκείμενο είναι καταχρηστικός, αφού
στην πραγματικότητα είναι πολιτικά και
ιδεολογικά υποπροσδιορισμένη στην
προηγούμενη.
Οφείλουμε
να αντιλαμβανόμαστε πως μια ριζοσπαστική
αριστερή παρέμβαση στον κατασκευαστικό
κλάδο, δεν μπορεί να σταματάει στον χώρο
των μηχανικών και της παρέμβασης εντός
του ΤΕΕ. Και αυτό όχι μόνο γιατί η
πολιτική δεν μπορεί να φυλακιστεί στον
θεσμικό χώρο που το κράτος κάθε φορά
επιχειρεί να συγκροτήσει (αποσυγκροτήσει)
τις πολιτικές πραχτικές των
ηγεμονευμένων κοινωνικών μερίδων και
τάξεων αλλά γιατί δεν μπορεί κανείς να
μιλήσει για την κοινωνική κατηγορία της
διανοητικής εργασίας αν δεν μιλήσει
γενικά για την εργασία. Γιατί στο βαθμό
που η εργασία γίνεται αντικείμενο
μεσαιωνικής νεοφιλελεύθερης
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αντίστοιχα
θα συμπιέζονται και τα όρια
εκμετάλλευσης της διανοητικής εργασίας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πολιτικό
βολονταρισμό, δεν σημαίνει ότι μπορούμε
να κατατάξουμε την μερίδα της
διανοητικής εργασίας των μηχανικών
γενικώς στην ειδικευμένη μισθωτή τεχνική
εργασία ή πολύ περισσότερο στην εργατική
τάξη. Δεν σημαίνει, ότι επειδή εμείς
διακρίνουμε την όξυνση μιας σειράς
εντονότατων αντιφάσεων στο στρώμα των
μηχανικών, αυτό είναι αρκετό για να
προσδιορίσει την αλλαγή πολιτικού
προσανατολισμού της μερίδας του
στρώματος των μηχανικών που πολώνεται
προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Η
αριστερά οφείλει να παρέμβει στον χώρο
της μισθωτής τεχνικής εργασίας,. Ο χώρος
αυτός αποκτά ολοένα και αυξανόμενες
διαστάσεις. Πρόκειται για κοινωνικές
κατηγορίες τις εργασίας, που έχουν
πολωθεί χαρακτηριστικά προς την εργατική
τάξη και προσομοιώνουν αντίστοιχες με
αυτήν πραχτικές. Στο ερώτημα του εάν
κατατάσσουμε σε αυτήν την κοινωνική
κατηγορία και τμήματα των μηχανικών η
απάντηση πρέπει να δοθεί από την
πραγματική θέση αυτών των τμημάτων στην
κοινωνική παραγωγή και όχι από τα τυπικά
τους προσόντα. Με την έννοια αυτή το
Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών έχει μεγάλη
σημασία και αντικειμενική κοινωνική
αναφορά. Το εάν θα αποκτήσει και μια
αντίστοιχη δυναμική είναι ένα άλλο
ζήτημα που έχει να κάνει με τις πολιτικές
πραχτικές που θα συγκροτήσει. Θα ήταν
μεγάλο λάθος όμως να ηγεμονεύσει στην
στρατηγική για την ανάπτυξη του
σωματείου μισθωτών τεχνικών μια λογική «προλεταριοποίησης»
της κοινωνικής μερίδας της διανοητικής
εργασίας των μηχανικών γιατί ακόμα κι αν
ως υπόθεση εργασίας θεωρούσαμε ότι είναι
σωστή, θα αποδίδαμε στο κεφάλαιο νίκες
που δεν έχει κάνει ακόμα.
Η
αίγλη του μηχανικού του ’60 δεν
γκρεμίζεται μόνο στον κατασκευαστικό
κλάδο. Αντίστοιχες αλλαγές που
διευρύνουν ένα στρώμα μισθωτών μηχανικών
υπάρχει και στο δημόσιο αλλά και στο χώρο
των παραδοσιακών μικρών
ελευθεροεπαγγελματιών των οποίων οι
εργασιακοί όροι έχουν δεχθεί σοβαρές
μεταβολές τα τελευταία χρόνια.
Η
κυβερνητική πολιτική στο χώρο του
δημοσίου κινείται σε μια κατεύθυνση
ιδιωτικοποίησης μεγάλου μέρους των
λειτουργιών των δημοσίων υπηρεσιών καθώς
εκτός από το πέρασμα σε ιδιώτες τραπεζών
και ΔΕΚΟ, δημιουργεί θύλακες τεχνικών
εταιριών του δημοσίου που λειτουργούν με
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και που
συνεχώς επεκτείνονται συρρικνώνοντας
έτσι τον παραδοσιακό τομέα στον οποίο οι
μηχανικοί και οι υπόλοιποι υπάλληλοι
είχαν κατακτήσει αρκετά τις προηγούμενες
δεκαετίας. Η κίνηση αυτή έχει ένα ακόμα
ποιοτικό χαρακτηριστικό. Ακριβώς επειδή
η αναδιάρθρωση έπρεπε να περάσει στο
δημόσιο (παραδοσιακός χώρος άντλησης
ψήφων του ΠΑΣΟΚ) με τους ελάχιστους
τριγμούς, η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει
τις όποιες τομές μόνο στους νέους
διοριζόμενους, αφήνοντας αρχικά σχεδόν
ανέγκιχτα τα συμφέροντα των μόνιμων
διορισμένων από παλιά δημοσίων υπαλλήλων.
Η πάνω από μια πενταετία πραχτική αυτή
έχει σήμερα δημιουργήσει όρους συνδικαλιστικής
ερήμου για όλες τις νέες μορφές
απασχόλησης (συμβασιούχοι, δανεισμένοι
λόγο αδυναμίας πρόσληψης από ΑΣΕΠ κτλ)
διορισμένοι εκτός δημοσιοϋπαλληλικού
κώδικα και μισθολογίου. Αυτή η
πραγματικότητα αφορά και εκατοντάδες
συναδέλφους μηχανικούς που δουλεύουν
σήμερα με πολύ άσχημους όρους.
Συνεπώς,
η παρέμβαση στους μισθωτούς εργαζόμενους
στο δημόσιο τομέα αποτελεί επίσης ένα
προνομιακό πεδίο. Μόνο που η μονόπλευρη
έκφραση συμφερόντων των μηχανικών του
στενού δημοσίου (πχ πάλη για τη διατήρηση
του 9/1000) σε ανταγωνισμό με το τι συμβαίνει
σήμερα με όλους τους νέους μηχανικούς που
σήμερα εργάζονται με τον ένα ή με τον άλλο
τρόπο στο ευρύτερο δημόσιο κινδυνεύει να
βγάλει στη σύνταξη και τη Συσπείρωση μαζί
με όλους αυτούς που αργά ή γρήγορα θα
βγουν. Μια αποτελεσματική γραμμή μαζών
για τους μηχανικούς του δημοσίου πρέπει
να συμπεριλαμβάνει όλο αυτό το δυναμικό
που σήμερα δεν εκφράζονται
συνδικαλιστικά και τα συμφέροντά τους
θίγονται συνεχώς. Δεν υπάρχει χειρότερο
πράγμα για την αριστερά το να
μετατρέπεται σε πολιτικό τροφοδότη
κλειστών συντεχνιών. Η αριστερά οφείλει
να συνενώνει τους εργαζόμενους και όχι να
τους διασπά με τον ίδιο τρόπο που το
κεφάλαιο επιλέγει να κάνει στα πλαίσια
του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και
των κοινωνικών συμμαχιών που συνάπτει.
Άλλωστε αργά ή γρήγορα το κράτος θα
δημιουργήσει όλους εκείνους τους
απαραίτητους όρους για να σπάσει και τα
υπολείμματα ενός «προνομιακού
εργασιακού καθεστώτος» που ένα μεγάλο
τμήμα των μηχανικών του δημοσίου σήμερα
απολαμβάνει (μονιμότητα εργασίας,
αμβλυμμένοι παραγωγικοί ρυθμοί, χαλαρή
ιεραρχική υπαγωγή, μικρότερος χρόνος
απασχόλησης). Συνεπώς η προοπτική των
ριζοσπαστικών εργατικών κινήσεων του
δημόσιου τομέα συμπεριλαμβανομένων και
των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην
ΕΜΔΥΔΑΣ δεν βρίσκεται παρά στη ταξική
τους συμμαχία και στη κοινωνική τους
συμπαράταξη με το ταξικό ριζοσπαστικό
εργατικό ρεύμα στον εργαζόμενο κόσμο της
καπιταλιστικής παραγωγής αλλά και του
ευρύτερου δημοσίου.
Η
τάση συγκεντροποίησης του
κατασκευαστικού κεφαλαίου αλλά και των
εταιριών νέων τεχνολογιών (software, τηλεπικοινωνίες κτλ) γύρω από
κολοσσιαίους ομίλους καθώς και η
διαπλοκή που χρειάζεται σήμερα ένα μικρό
τεχνικό γραφείο να έχει με το κράτος, τις
επιχορηγήσεις και τους διαχειριστές των
έργων, ώστε να επιβιώσει, έχει
δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον
και για τους μικρούς ελεύθερους
επαγγελματίες που παλεύουν για πολύ
μικρότερα περιθώρια κέρδους και
καθημερινά εξωθούνται στο να εργάζονται
με όρους που εν τέλει προσιδιάζουν σε
όρους μισθωτής εργασίας.. Εδώ όμως θέλει
μια προσοχή! Η αναδιάρθρωση την ίδια ώρα
που καταστρέφει μη παραγωγικά κεφάλαια
επενδεδυμένα σε μικρά τεχνικά γραφεία,
ταυτόχρονα απλώνει χείρα βοηθείας σε
όλους αυτούς που θέλουν να αναβαθμίσουν
του όρους με τους οποίους πωλούν την
εργασιακή τους δύναμη μέσω του ελεύθερου
επαγγέλματος. Το κομμάτι λοιπόν των
ελευθεροεπαγγελματιών όσο και να
συμπιέζεται εξακολουθεί να είναι
εξαιρετικά ιδεολογικά προσδεδεμένο στα
κελεύσματα της αναδιάρθρωσης, της ΕΕ και
των εκσυγχρονιστικών επιτευγμάτων του
ελληνικού αστισμού.
iii)
Είναι φανερό ότι η ευρύτερη
αναδιαρθρωτική συγκυρία θα επιτείνει τις
αντιφάσεις και θα οξύνει την ένταση της
κοινωνικής κατηγοριοποίησης στο
εσωτερικό του στρώματος των μηχανικών.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι δυνατό
το ΤΕΕ να μετασχηματιστεί σε
ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό σωματείο.
Είναι τόσο έντονη η πολύπλευρη σύνδεση
αυτού του οργάνου με τον κρατικό
μηχανισμό αλλά και σε τελευταία ανάλυση
εντελώς αντικειμενική η κοινωνική
εκπροσώπηση των μαζικών μερίδων των
διευθυντικών στρωμάτων που εκπροσωπεί,
που σαν θεσμός αποτελεί πολύ περισσότερο
ένα κρατικό όργανό – θεσμό παρά ένα
ομοιοεπαγγελματικό συνδικάτο.
Θα
είναι εμφανές και με ολοένα και πιο
έντονο τρόπο στο επόμενο διάστημα μια
όξυνση των αντιφάσεων στο εσωτερικό της
πολιτικής του ΤΕΕ. Οι επικαθοριζόμενες
μερίδες, θα φιλοδοξούν να εγγράφουνε σε
αυτό μέρος των συμφερόντων τους και των
προσδιορισμών τους. Η αριστερά οφείλει να
οξύνει στο έπακρο τις αντιφάσεις αυτού
του θεσμού, να αναδεικνύει κανάλια
ηγεμονικής ή απλά αυτόνομης εκπροσώπησης
της κοινωνικής μερίδας που συμπιέζεται,
να ανοίγει γέφυρες εκπροσώπισης και
ιδεολογικής αντιστοίχησής της με
ευρύτερες πολιτικές και ταξικές
πραχτικές των εργαζομένων και της
νεολαίας, να εγγράφει εν τέλει στο
κέλυφος του κρατικού οργάνου δυσεπίλυτες
αντιφάσεις που θα εμποδίζουν την
αναδιαρθρωτική στρατηγική, θα εμποδίζουν
των ιδεολογικό του ρόλο και θα
διαρρηγνύουν την διαχειριστική του
ικανότητα.
iv)
Ένα πρόγραμμα πάλης οφείλει να μπορεί
να προβλέψει στοιχειωδώς τα μέτωπα στα
οποία θα κλιθεί να απαντήσει το επόμενο
διάστημα. Εκτιμούμε πως οφείλουμε να
έχουμε στοιχειωδώς απαντήσεις στα εξής
ζητήματα:
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
Ειδικότερα για το
ασφαλιστικό η κατεύθυνσή μας θα πρέπει να
κινείται πάνω στους εξής άξονες:
ü
Αντίθεση στην
γενική κατεύθυνση κυβέρνησης-εργοδοσίας,
που είναι και γενική κατεύθυνση της ΕΕ,
για την ιδιωτικοποίηση και κατάργηση των
σημερινών αναδιανεμητικών
χαρακτηριστικών του ασφαλιστικού
συστήματος και την
επιδιωκόμενη εφαρμογή παραλλαγών του
λεγόμενου ¨τριζωνικού¨ συστήματος
ασφάλισης με κεφαλαιοποιητικά
χαρακτηριστικά.
ü
Αντίθεση
στη λογική της
ανταποδοτικότητας και σε όλες τις μορφές
της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης της
ασφάλισης όπως η αυτασφάλιση, άλλες
μορφές ιδιωτικής ασφάλισης κλπ.
ü
Αντίθεση στην εφαρμογή του
κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην
επικουρική ασφάλιση. Αρκεί να θυμίσουμε
εδώ πως μόνο το 2001 το ΤΣΜΕΔΕ
έχασε 8 δις δραχμές από το τζογάρισμα
των αποθεματικών του με την τράπεζα
Αττικής. Άνοιγμα της συζήτησης για τα
αποθεματικά του ΤΣΜΕΔΕ σύνδεση του
ζητήματος με τις γενικότερες ρυθμίσεις
για το Ασφαλιστικό των μηχανικών.
ü
Ακόμα μεγαλύτερη μείωση των
εισφορών για τους νέους μηχανικούς.
Απαλλαγή από τις εισφορές στους άνεργους.
ü
Πραγματική και όχι σε εικονικά
ποσοστά ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των
ασφαλισμένων στο ΤΣΜΕΔΕ.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ
Είναι γεγονός πως τα
τελευταία χρόνια τα κυβερνητικά
επιτελεία κάνουν όλο και πιο σαφείς τις
προθέσεις τους για μια
επαναδιαπραγμάτευση του ιδιαίτερου
καθεστώτος φορολογικής μεταχείρισης των
μηχανικών. Είναι επίσης προφανές πως η
κυβέρνηση άφησε αυτή την
επαναδιαπραγμάτευση για έναν μελλοντικό
χρόνο, για μια άλλη πιο ευνοϊκή συγκυρία
μετά το πέρας μέρους τουλάχιστον των
μεγάλων έργων και δη των ολυμπιακών.
Μια τοποθέτηση για το
φορολογικό ζήτημα, όποτε αυτό και αν
ανοίξει από το κράτος,
θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πολλές
παραμέτρους, ιδιαίτερες κατηγορίες (μισθωτοί
με ΔΠΥ, μικροί ελεύθεροι επαγγελματίες)
και θα πρέπει να είναι μέρος μιας
συνολικότερης τοποθέτησης που θα
περιλαμβάνει και τις (ανύπαρκτες για τους
μισθωτούς με ΔΠΥ) ασφαλιστικές
υποχρεώσεις του εργοδότη, τη φύση της
εξαρτημένης σχέσης εργασίας με το ΔΠΥ,
αλλά και το συνολικό πλέγμα των
εργασιακών σχέσεων στο χώρο.
Σε κάθε περίπτωση μια
γραμμή μαζών για το φορολογικό ζήτημα θα
πρέπει να υπερασπίζει το δικαίωμα των
μισθωτών και των μικρών ελεύθερων
επαγγελματιών που ζουν από τη δουλειά
τους, στην προάσπιση των εισοδημάτων τους
απέναντι σε οποιαδήποτε απομείωσή τους.
Μια τέτοια γραμμή υπεράσπισης
του εισοδήματος, ιδιαίτερα για τους
μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί
να μένει μόνο στην υπεράσπιση των
φορολογικών συντελεστών, αφού έτσι
κινδυνεύει να εγκλειστεί σε συντεχνιακές
πρακτικές και να οδηγηθεί σε αδιέξοδο,
αδυνατώντας να συγκροτήσει κοινωνικές
συμμαχίες με άλλα εργαζόμενα στρώματα.
Θα πρέπει να μετασχηματίζεται
και να μετασχηματίζει και τις
συνειδήσεις των συναδέλφων στην
κατεύθυνση αγωνιστικής διεκδίκησης για
τη βελτίωση των συνολικών εργασιακών
τους δικαιωμάτων (αναγνώριση ως
εξαρτημένων των σχέσεων με ΔΠΥ,
εργοδοτική εισφορά στο δελτίο ή κανονική
πρόσληψη, πλήρη εργασιακά δικαιώματα,
άδειες, υπερωρίες κλπ) και από θέσεις
αλληλεγγύης απέναντι στους άλλους
εργαζόμενους (θέση για αύξηση του
αφορολόγητου σε ύψος που το καθαρό
εισόδημα να αντιστοιχεί στις σύγχρονες
ανάγκες κλπ).
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ - ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 89/48 - ΑΕΙ-ΤΕΙ
Μόνο και μόνο η καθυστέρηση της
εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας 89/48
μπροστά στο κόστος ευρύτερων αντιδράσεων
τόσο από το φοιτητικό κίνημα όσο και από
τους εργαζόμενους μηχανικούς,
καταδεικνύει το μέγεθος των αλλαγών και
το πλήγμα που ενδέχεται να φέρει στους
μισθωτούς τόσο μηχανικούς όσο και
τεχνολόγους αν εφαρμοστεί η οδηγία 89/48
και όσες αλλαγές έπονται γύρω από αυτή (αλλαγή
καθεστώτος απονομής άδειας άσκησης
επαγγέλματος, 2 κύκλοι σπουδών bachelor και master στα πολυτεχνεία κ.ο.κ).
Το κράτος κινείται στη λογική του να
προετοιμάσει το έδαφος. Μεγάλο πλήγμα
ήταν το πέρασμα του νόμου της δήθεν
ανωτατοποίησης των ΤΕΙ που άνοιξε τους
ασκούς του Αιόλου για την άλωση του
ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Γ’ βάθμιας
εκπαίδευσης στα ελληνικά πολυτεχνεία
αλλά και της πλήρους εξίσωσης όλων των
τίτλων προς τα κάτω στο βαθμό που η
κυβέρνηση δεν προχώρησε ποτέ, ούτε είναι
στον ορίζοντά της προχωρήσει, στην
ουσιαστική ανωτατοποίηση των ΤΕΙ σε
πανεπιστήμια.
Ωστόσο, σε αντίθεση με το
φοιτητικό κίνημα που είχε τότε μια ορθή
τοποθέτηση για το πώς μπορεί να σταθεί
μια νικηφόρα αντιπαράθεση μιλώντας για
μία βαθμίδα Ενιαίας Πανεπιστημιακής
Εκπαίδευσης, στο εσωτερικό του ΤΕΕ δεν
υπήρξε καμία δύναμη που να θέσει την
αντίθεση σε αυτό το πλαίσιο και παρέμεινε
στο να κυνηγά το θέμα στο ΣτΕ. Η ανυπαρξία
ουσιαστικής αριστερής γραμμής σε αυτό το
θέμα έχει φέρει τη κατάσταση σήμερα στο
ΤΕΕ και το σύνολο των καθεστωτικών
παρατάξεων μέχρι και των δυνάμεων του ΣΥΝ,
να τοποθετούνται ανέξοδα ως αρωγοί της
κυβέρνησης στο πως θα εφαρμοστεί
καλύτερα και με το μικρότερο πολιτικό
κόστος η οδηγία 89/48 και η αναδιάρθρωση σε
αυτό το τομέα.
Αν και το κράτος έχει καταγάγει
μια σειρά από νίκες στη προετοιμασία του
εδάφους για να προχωρήσει κάποια στιγμή
στη τομή της πλήρους υπαγωγής του τρόπου
ένταξης των νέων μηχανικών στις ανάγκες
του κεφαλαίου και της παραγωγής μέσω νέων
μηχανισμών και ρυθμίσεων που θα
περιλαμβάνουν και το ΤΕΕ, ποτέ δεν είναι
αργά. Μία γραμμή μαζών που μπορεί να φέρει
αποτελέσματα κατά τη γνώμη μας πρέπει να
περιλαμβάνει τις εξής οριοθετήσεις:
ü
Κανένας διάλογος με τη
κυβέρνηση για το ζήτημα των ισοτιμιών
προτού αποσυρθεί το ΠΔ 165.
ü
Θεσμική αναγνώριση
επαγγελματικών δικαιωμάτων στα ΤΕΙ στις
ειδικότητες που υπάρχουν σήμερα όσον
αφορά το τεχνικό χώρο (ηλεκτρολογία,
μηχανολογία, δομικά έργα κτλ). Πάλη για
την ουσιαστική ανωτατοποίηση των σχολών
αυτών σε πολυτεχνικές και ταυτόχρονα
διεύρυνση των επαγγελματικών τους
δικαιωμάτων. Οι κάτοχοι bachelor του
εξωτερικού να κατατάσσονται σε αυτές και
όχι σε άλλες πιο ειδικές κατηγορίες.
Καμία εμπλοκή του ΤΕΕ σε αυτή τη
διαδικασία αν αυτή στοχεύει στο να
αναπαράγει τα στεγανά μεταξύ ΑΕΙ και ΤΕΙ.
ü
Οι κάτοχοι master με 3+2 έτη σπουδών του
εξωτερικού να κατατάσσονται σε μια από
τις 6 κατηγορίες του ΤΕΕ με βάση τις
βασικές τους γνώσεις. Καμία νέα
ειδικότητα μηχανικών στο ΤΕΕ στη λογική
του κατακερματισμού. Να πάρει θέση το ΤΕΕ
ενάντια στη πολιτική των εξειδικευμένων
προγραμμάτων σπουδών και τμημάτων.
ü
Καμία αλλαγή στα επαγγελματικά
δικαιώματα των μηχανικών στη κατεύθυνση
της συρρίκνωσης και της απαξίωσης.
Αντίθετα πάλη για τη θέσπιση
επαγγελματικών δικαιωμάτων σε
ειδικότητες που δεν έχουν και διεύρυνσή
τους.
ü
Καμία αλλαγή στο χαρακτήρα και
τη μορφή του διπλώματος που παρέχουν τα
ελληνικά πολυτεχνεία. Δίπλωμα μηχανικού
και όχι master
μετά από 5 ενιαία έτη σπουδών. Ο μηχανικός
επιλέγει ειδικότητα και όχι ειδίκευση.
ü
Καμία αλλαγή στο καθεστώς των
εξετάσεων απονομής «άδειας άσκησης
επαγγέλματος». Ούτε στη μορφή (από
προφορικές σε γραπτές), ούτε στο
περιεχόμενο (από εξέταση ακαδημαϊκών
προσόντων σε επαγγελματικά), ούτε στη
δυσκολία (πρακτικά όλοι οι μηχανικοί
πρέπει να συνεχίσουν να παίρνουν πλήρη
επαγγελματικά δικαιώματα αμέσως μετά το
πέρας των σπουδών). Καμία περίοδος
σύνδεσης και δοκιμασίας των μηχανικών
και των τεχνικών με το επάγγελμα. Άμεση
χορήγηση πλήρων επαγγελματικών
δικαιωμάτων μετά τις σπουδές. Καμία
διαβάθμιση σε διαφορετικούς τίτλους,
ρόλους, ιδιότητες και δικαιώματα στο
εσωτερικό του ΤΕΕ. Ισοτιμία και πλήρη
επαγγελματικά δικαιώματα σε όλα τα μέλη.
v)
Στο βαθμό που σήμερα δεν υπάρχει
κάποιο υπαρκτό σωματείο ικανό να
εκφράσει συνδικαλιστικά κατηγορίες
μηχανικών στις οποίες αναφερόμαστε
εκτιμούμε πως ο χώρος εντός του ΤΕΕ παρά
τις όσες στρεβλώσεις παράγει η συνύφανση
του θεσμού αυτού με το κράτος, παρά την
αδυναμία του να συμμετάσχει σε
διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία από τη
πλευρά των εργαζομένων, παρά τη διαταξική
του συγκρότηση, είναι χώρος έκφρασης
συμφερόντων και συνδικαλιστικής πάλης
για το μεγαλύτερο κομμάτι των μηχανικών
μεταξύ αυτών και των κατηγοριών που εμείς
θέλουμε να εκφράσουμε..
Σε
οποιονδήποτε θέλει ουσιαστικά να
εμπλακεί από το μετερίζι της
Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αντιστοιχεί
ένας λόγος που θα αποκαθιστά την αντίθεση
αυτή αλλά που θα την οξύνει. Δεν
αντιστοιχεί επίσης ένας γενικόλογος
δημιουργικός ρόλος εντός του ΤΕΕ που θα
αποδέχεται τη συνύφανση του με το κράτος
ως θεσμό. Αντιστοιχεί ένας δημιουργικός
και αποτελεσματικός ρόλος για τις
μερίδες των συναδέλφων τα συμφέροντα των
οποίων μας ενδιαφέρει να εκφράσουμε
συνδικαλιστικά και πολιτικά. Αντιστοιχεί
ένας δημιουργικός ρόλος για την
επανασυγκρότηση συλλογικών μορφών
συνδικαλιστικής έκφρασης και
διεκδίκησης. Όσον αφορά άμεσους
συνδικαλιστικούς στόχους και τις όποιες
συμμαχίες ορίζουν αυτοί εντός του ΤΕΕ,
είναι απαραίτητη προϋπόθεση η
κρυστάλλινη θέση, έτσι ώστε να είναι
σαφής και η όποια απόκλιση αλλά και
φυσικά ο στόχος, το σχέδιο. Μια διαδικασία
συνεργασίας με ανταγωνιστικούς
πολιτικούς χώρους οφείλει να είναι
ενταγμένη στο δίπολο «ενότητα – διαπάλη».
Μόνο τότε είναι δυνατόν να αλλάζουν
συσχετισμοί και η ΣΑΜ να συσσωρεύει όρους
για κάτι καλύτερο, έχοντας αποφύγει το
κίνδυνο να «μοιάζει» πιο πολύ με τους
ανταγωνιστές της στο τέλος κάθε μάχης.
Για
το επόμενο διάστημα πιστεύουμε πως η
συσπείρωση των δυνάμεων που αναφέρονται
στη Ριζοσπαστική Αριστερά, δηλαδή
Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών, οι
δυνάμεις του ΜΛ-ΚΚΕ και της ΚΟΕ, καθώς και
οι δυνάμεις του ΝΑΡ και όποιο ανένταχτο
δυναμικό βρίσκεται ενδιάμεσα αυτών των
δυνάμεων, αν καταφέρει να διατυπώσει ένα
πρόγραμμα πάλης και μια γραμμή μαζών για
τους μηχανικούς, μπορεί να φέρει πολύ
περισσότερα αποτελέσματα από
οποιοδήποτε διαπαραταξιακό στο οποίο
ηγεμονεύει οποιαδήποτε από τις εκδοχές
του ΣΥΝ στους μηχανικούς.
3. ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ
ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΠΟΥ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΝ
Πάνε
σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία
ολομελειακή πανελλαδική διαδικασία της
Συσπείρωσης και θα έλεγε κανείς πως τα
ερωτήματα που μπήκαν για πρώτη φορά με
έντονο τρόπο στη Συσπείρωση εξακολουθούν
να είναι ενεργά, επίκαιρα, εξαιρετικά
αναγκαία στο να διερευνηθούν δρόμοι που
θα μας φέρουν πιο κοντά στο να τα
απαντήσουμε.
Μέσα
σε αυτή τη περίοδο, η Συσπείρωση, ο χώρος
που συμπυκνώνει τη μεγαλύτερη εμπειρία
στη πάλη για τα συμφέροντα των μισθωτών
μηχανικών, ο χώρος που εξακολουθεί να
συσπειρώνει ένα αντιφατικό μεν αλλά
πλούσιο δε δυναμικό συναγωνιστών σε
πανελλαδική κλίμακα, ο χώρος μέσα από τον
οποίο και οι υπογράφοντες έχουν
αποφασίσει να παλεύουν με στόχο την
έκφραση συμφερόντων συγκεκριμένων
μερίδων συναδέλφων μηχανικών, έκανε
σημαντικά προχωρήματα, ωστόσο σημείωσε
κι αρκετές υποχωρήσεις:
α)
όσον αφορά την πυκνότητα των πολιτικών
σχέσεων στο εσωτερικό της και την
ικανότητά των όποιον πολιτικών προτάσεων
να είναι τόσο ουσιαστικές όσο και
ενωτικές (προϋπόθεση των οποίων είναι
ένας διάλογος με αρχή μέση και τέλος που
πολλές φορές δεν επιτεύχθηκε στο
εσωτερικό μας)
β)
την ικανότητα να σχεδιάζει αυτοτελώς, να
οξύνει και να μετατοπίζει άλλες
πολιτικές δυνάμεις εντός του ΤΕΕ (πολλές
φορές οι άλλες δυνάμεις κατάφεραν να
οξύνουν το εσωτερικό της Συσπείρωσης και
να την μετατοπίσουν σε θέσεις υποχώρησης
και διαπραγμάτευσης με αντικειμενικά
ανταγωνιστικές πολιτικοσυνδικαλισιτκές
δυνάμεις)
γ)
την ικανότητά της ως ηγεμονική
πολιτικοσυνδικαλιστική δύναμη της
αριστεράς εντός του ΤΕΕ να διεισδύει με
αποτελεσματικότητα σε πολιτικές γραμμές
άλλων παρατάξεων όπως αυτή του ΚΚΕ (αντιμονοπωλιακό
μέτωπο – αναπτυξιολογία), του ΣΥΝ (δημιουργικότητα,
ανθρωπιστική διόρθωση του
εκσυγχρονισμού), της Α/συνέχειας και των
ΜΛ κομμάτων (σεκταριστική αναδίπλωση στο
πυρήνα της κομματικής πολιτικής και
ιδεολογικής πλατφόρμας) ή
πολιτικοσυνδικαλιστικών
προτάσεων που δεν εκφράζονται αλλά
υπάρχουν ενεργές στο χώρο των μηχανικών
όπως αυτή του ΝΑΡ (νέα εργατική βάρδια κτλ,
προλεταριοποίηση του μηχανικού κτλ) και
να κερδίζει κόσμο με το μέρος της
δ)
την ικανότητα να έχει επί της ουσίας
γραμμή και για την ενότητα του χώρου της
εκτός των τειχών αριστεράς για τη
παρέμβαση στο ΤΕΕ (πράγμα που δεν αφορά
απλώς μια πολιτική συμμαχιών πχ να τα
βρούμε με τους συντρόφους του τάδε
πολιτικού χώρου αλλά κυριότερα
προϋποθέτει την διατύπωση συγκεκριμένων
οριοθετήσεων και πολιτικών προτάσεων).
ε)
μια εύκολη διολίσθηση στη λογική της
παρέμβασης σε μεγάλα θέματα στα πλαίσια
ενός αντικυβερνητικού
αντινεοφιλιλευθερισμού οριακά και
αντικαπιταλισμού (πχ περιβάλλον,
παγκοσμιοποίηση, πόλεμος, ρατσισμός,
καταστολή δικαιωμάτων), που απαιτούν
ανέξοδες οριοθετήσεις και που εντέλει
είναι και ψιλοαδιάφορα για τη πλειοψηφία
των συναδέλφων που θέλουμε να εκφράσουμε
και που κάθε εβδομάδα αγωνιωδώς ανοίγουν
τις σελίδες των παρατάξεων στο δελτίο
αναζητώντας μια αριστερή τοποθέτηση που
θα τους βοηθήσει να παλέψουν στη
καθημερινότητά τους αλλά δεν υπάρχει,
παράλληλα με μια δυσκολία της
συσπείρωσης να συνθέσει ουσιαστικά σε
όλα τα μικρά αλλά δύσκολα ζητήματα είτε
αυτό αφορούσε το ασφαλιστικό είτε το ΑΕΙ-ΤΕΙ
και την 89/48 είτε οποιοδήποτε άλλο «δύσκολο
θέμα» πήγε να ανοίξει αυτή τη διετία στο
εσωτερικό της Συσπείρωσης, με αποτέλεσμα
η συσπείρωση να εμφανίζεται πολύ
περισσότερο σαν ένα κόμμα ανένταχτων
αριστερών αγωνιστών παρά σαν μια
αριστερή πολιτικοσυνδικαλιστική
συσπείρωση εντός του ΤΕΕ.
στ)
ένας σαφής επικαθορισμός των όποιων
αποφάσεων πήρε σε αυτά τα «δύσκολα θέματα»
από τη πλευρά της έκφρασης συμφερόντων
μερίδων όπως ελευθεροεπαγγελματιών και
μηχανικών του δημοσίου ενάντια σε
οποιαδήποτε πρόταση φιλοδοξούσε να
διερευνήσει δρόμους για την έκφραση
συμφερόντων της κατηγορίας των μισθωτών
της ιδιωτικής καπιταλιστικής
παραγωγής.
ζ)
μια λειψή συζήτηση για το πολιτικό
επίπεδο, τις προτάσεις και της
πρωτοβουλίες στο χώρο της αριστεράς και
τα διαφορετικά – ανταγωνιστικά σχέδια
που ξεδιπλώθηκαν και συνεχίζουν να είναι
ενεργά στον ελληνικό κοινωνικό
σχηματισμό πάνω στο ερώτημα του «ποια
Αριστερά», τις όποιες εξελίξεις
διαδραματίστηκαν γύρω από το ζήτημα της
ελληνικής προεδρίας, μια λειψή συζήτηση
που κατέτεινε στη στο χαμήλωμα του πήχη,
στη σουποποίηση άρα και στη μειωμένη
δυναμική παρά σε μια μάχιμη δημιουργική
συνεισφορά ενός σχήματος που παρά τις
πολιτικές του διαφωνίες στο εσωτερικό
του θα μπορούσε να τοποθετηθεί
αποτελεσματικά με το πλούτο αυτής της
συζήτησης με την όποια ηγεμονία
καταγράφονταν εν τέλει και να φέρει
αποτελέσματα σε μια κρίσιμη χρονιά όπως
ήταν αυτή με το πόλεμο και την ελληνική
προεδρία.
Σε
καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε πως οι
υποχωρήσεις αυτές δεν είναι προϊόντα
ενός νοσηρού νου ή μιας τάσης εντός της
Συσπείρωσης που επιθυμεί με απολίτικο
τρόπο τον αποκλεισμό απόψεων ή
πρωτοβουλιών. Αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο
δεν θα άξιζε το κόπο οποιαδήποτε
περαιτέρω συζήτηση (αν και οφείλουμε να
πούμε πως οποιοσδήποτε σε ένα πολυτασικό
σχήμα δείχνει τη πόρτα σε μια τάση μάλλον
συμπεριφέρεται σαν μειοψηφία παρά σαν
πλειοψηφία εντός του). Τουναντίον
εκτιμούμε πως το σύνολο των διαφορετικών
πολιτικών προσεγγίσεων εντός της
συσπείρωσης αποτελούν τόσο το πρόβλημα
όσο και μέρος της λύσης του. Αυτή η
διαπίστωση βρίσκει έδαφος στην εκτίμηση
πως το σύνολο του δυναμικού που την
απαρτίζει είναι φορέας αφενός της
προβληματικής που ταλανίζει την αριστερά
τα τελευταία 30 χρόνια της όποιων
συσσωρευμένων ηττών, μεταλλάξεων,
μετατοπίσεων έχει καταφέρει να επάγει
στην αριστερά ο αστισμός με την
αναδιάρθρωση του μεταπολιτευτικού
πολιτικού συστήματος και των
ιδεολογικοπολιτικών εκπροσωπήσεων που ο
κάθε πολιτικός χώρος έφερε και φέρει,
αφετέρου των αποτελεσμάτων της
αναδιάρθρωσης που έχει καταφέρει το
κατασκευαστικό κεφάλαιο τόσο στην
εργασία του μηχανικού, όσο και στο τη
σημαίνει σήμερα συνδικαλιστική
παρέμβαση εντός του ΤΕΕ, εν τέλει στο πώς
ο κάθε σύντροφος με το όποιο ιδεολογικό
φορτίο φέρει από την εργασιακή του
καθημερινότητά του τοποθετείται εντός
της Συσπείρωσης.
Σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι για τη
Συσπείρωση διεκδικούμε ο διάλογος για τη
κατεύθυνση και τη φυσιογνωμία του
σχήματος να είναι ουσιαστικός, να
διαπεράσει το σύνολο του δυναμικού που
συμμετέχει και στο οποίο αναφέρεται. Δεν
είναι ένα άγχος που προκύπτει ενόψει
εκλογών εντός του ΤΕΕ ή καλύτερα δεν
είναι ένα άγχος που προκύπτει μόνο από το
γεγονός των εκλογών ακριβώς γιατί
εκτιμούμε πως τα ζητήματα που θα κλιθεί
να διαπραγματευτεί η Συσπείρωση απαιτούν
αυτό το διάλογο να γίνει με τους
καλύτερους όρους. Το ζήτημα του
ασφαλιστικού – φορολογικού είναι
μπροστά μας, αυτά που δρομολογούν με την
οδηγία 89/48 περιμένουν απάντηση, το θέμα
της αλλαγής του θεσμικού πλαισίου του ΤΕΕ
θα είναι εντός της ατζέντας της επόμενης
αντιπροσωπίας. Εξακολουθεί να εκκρεμεί
το ζήτημα της ανάπτυξης ενός φορέα που θα
καταφέρει εν τέλει να υπογράψει
συλλογική σύμβαση εργασίας για τους
χιλιάδες μηχανικούς που εργάζονται στον
ιδιωτικό τομέα. Είτε επιλέξει η
Συσπείρωση είτε όχι να κεντράρει στην
εκπροσώπηση των συμφερόντων των μισθωτών
μηχανικών – τεχνικών σε τελευταία
ανάλυση την αφορά ούτος ή άλλως με την
έννοια ότι κάποιά άλλη δύναμη θα
εμφανιστεί να το κάνει. Ο κατακερματισμός
των δυνάμεων της αριστεράς είναι εξίσου
ζήτημα που αφορά τη ΣΑΜ και χρίζει
ιδιαίτερης προσοχής. Αν σε όλα τα
παραπάνω προσθέσουμε την εκκρεμότητα
μιας ουσιαστικής συζήτησης που αφορά τη
κεντρικοπολιτική φυσιογνωμία της
Συσπείρωσης πιστεύουμε πως η ανοικτή
ολομελειακή πανελλαδική διαδικασία την
οποία αποφάσισε να κάνει η Συσπείρωση σε
συνάντησή της τον Ιούλιο, είναι εκ των ων
ουκ άνευ αναγκαία να γίνει.
Από όλες τις διαφορετικές εκδοχές που
αποπειρώνται να εκφράσουν
συνδικαλιστικά μερίδες μηχανικών που
πλήττονται από την αναδιάρθρωση και που
βλέπουν τα συμφέροντά τους να πολώνονται
με αυτά της εργατικής τάξης, εκτιμούμε
πως η Συσπείρωση εξακολουθεί να αποτελεί
το λιγότερο αντιφατικό μετερίζι για
κάποιον που θέλει να παλέψει σε μια
κατεύθυνση. Από αυτή τη σκοπιά
διεκδικούμε και θέλουμε να συμβάλλουμε
έτσι ώστε η Συσπείρωση Αριστερών
Μηχανικών να μην καταγραφεί στην ιστορία
ως ακόμα ένα αποτυχημένο εγχείρημα που
ξεκίνησε με τους καλύτερους όρους μέσα
από ένα πραγματικό κίνημα (απεργία
μηχανικών, κάψιμο πτυχίων)
αλλά στη συνέχεια βουλοπλέοντας επί
μακρόν μέσα στις αντιφάσεις των
διαφορετικών διαδρομών πολιτικοποίησης
των μελών της να αποτύχει να απαντήσει το
ερώτημα της αναπαραγωγής της με νέους
συντρόφους, την έκφραση πλειοψηφικών
μερίδων μηχανικών κτλ. Διεκδικούμε μια
Συσπείρωση αφενός ούτε ένα κλειστό κλαμπ
μυημένων με πολύ πυκνές φιλικές και πολύ
αραιές πολιτικές σχέσεις, ούτε αφετέρου
μια αυτοαναφορική εκλογική καταγραφή του
ρεύματος των συνεχώς απομειούμενων «ρομαντικών»
μηχανικών της γενιάς του Πολυτεχνείου,
ούτε επίσης μια μονόπλευρη έκφραση
συμφερόντων μερίδων όπως αυτές των
ελευθεροεπαγγελματιών και των μηχανικών
του δημοσίου, υπαρκτών μεν αλλά
μειοψηφικών και σε τελευταία ανάλυση
εξαιρετικά ιδεολογικά
υπερπροσδιορισμένων από το μικροαστικό
φαντασιακό και πολωμένες σε αντίστοιχες
πραχτικές προσκολλημένες κατά κόρων στο
εκσυγχρονιστικό δόγμα, αλλά αντιθέτως
διεκδικούμε μια Συσπείρωση
πολιτικοσυνδικαλιστικό εργαστήρι που να
οξύνει, να αναφέρεται και να
επανατροφοδοτείται από πραγματικές
κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις που
να κάνει πολιτική εντός του ΤΕΕ
προσπαθώντας να οξύνει (και όχι
δημιουργικά να αμβλύνει) τις όσες
αντιθέσεις παράγει το προχώρημα της
αναδιάρθρωσης στο χώρο των μηχανικών, μια
Συσπείρωση που αντικειμενικά θα
συγκρούεται ιδεολογικά με πραγματικές
μάζες για μπορέσει να βρεθεί τελικά μαζί
τους και όχι μια Συσπείρωση στην οποία η
κυρίαρχη ιδεολογία των μαζών καταγράφει
περισσότερες μετατοπίσεις εντός της..
Διεκδικούμε μια Συσπείρωση που θα
κάνει πολιτική πάνω στις αντιφάσεις των
παρατάξεων που δραστηριοποιούνται εντός
του ΤΕΕ και όχι μία Συσπείρωση στην οποία
οι άλλοι θα κάνουν πολιτική στη πλάτη της
είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά.
Επιμένουμε στην έννοια «Σταυροδρόμι
για τη Συσπείρωση» γιατί εκτιμούμε πως τα
όσα αναμένονται να συμβούν στο χώρο δεν
αφήνουν περιθώρια για μέσες λύσεις, για
σούπες, για συμφωνίες στο διακηρυκτικό
αλλά παράκαμψή τους στο συγκεκριμένο. Η
Συσπείρωση είτε θα «επανιδρυθεί»
ουσιαστικά σε ένα μάχιμο διεκδικητικό
πλαίσιο κάνοντας ανοικτά καλέσματα σε
όλα τα υπόλοιπα συγγενή σχήματα της
Ριζοσπαστικής Αριστεράς να συμμετάσχουν
ή σύντομα θα καταλήξει να υποχωρεί σε
θέσεις πολύ πιο πίσω από αυτές που
μπορούμε όλοι μαζί να αναλογιστούμε,
ενσωματωμένη πολιτικά πλήρως στις
επιλογές των διαφορετικών εκδοχών του
ΣΥΝ εντός του ΤΕΕ.
Με βάση τα προτείνουμε για
θεματολογία στη συζήτηση τα εξής σημεία:
o
Κεντρικοπολιτική
φυσιογνωμία και κατεύθυνση της ΣΑΜ..
o
Πολιτικοσυνδικαλιστική
απεύθυνση της ΣΑΜ και μισθωτή τεχνική
διανόηση, εξελίξεις στον κατασκευαστικό
κλάδο και στις νέες τεχνολογίες, ποια
γραμμή μαζών.
o
Ελευθεροεπαγγελματίες
μηχανικοί. Ποιες αντιφάσεις παράγει το
πέρασμα της αναδιάρθρωσης. Ποια γραμμή
μαζών.
o
Αποτίμηση της δράσης σε
ΕΜΔΥΔΑΣ, ποια γραμμή μαζών για τους
μηχανικούς του δημοσίου.
o
Αποτίμηση της δράσης
στους επιστημονικούς συλλόγους.
o
Αλλαγές στο ΤΕΕ, ποια
στοχοθεσία, πολιτική συμμαχιών με άλλες
παρατάξεις.
o
Αριστερά και παρέμβαση
στο ΤΕΕ. Αποτίμηση άλλων εγχειρημάτων.
Ποιους καλούμε στη Συσπείρωση.
o
Θέση για το ασφαλιστικό,
για το φορολογικό, για τα επαγγελματικά
δικαιώματα και την οδηγία 89/48. Από ποιες
γραμμές επιλέγουμε να δώσουμε τη μάχη.
o
Εκλογές στο ΤΕΕ. Πρόταση
για κείμενο και αφίσα.
Αθήνα,
7/9/2003
Οι
σύντροφοι
Αγγελακούδης Κώστας (Πάτρα), Βασιλειάδης Τάσος,
Διακάκης Γιάννης,
Κουνινιώτης Δημήτρης,
Λιάγκου Βασιλική (Πάτρα),
Λιάγκος Γιώργος (Αιτολ/νια),
Μανώλας Γιάννης,
Ξυπολιά Δώρα (Πάτρα),
Ξυπολιάς Νίκος (Πάτρα),
Πολυχρονίου Γιώργος,
Παπαποστόλου Νατάσα
Ρήγος Γιάννης,
Ρόμπος Νίκος
Σπηλιοτόπουλος Χρίστος
Σταθά Γιώτα
Σωτηρόπουλος Δημήτρης
Τζανετάτος Διονύσης,
Τόγκος Στέφανος,
Χήτας Λάμπρος (Πάτρα)