Η
ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Ο λόγος δεν έχει την δύναμη να κουρδίσει τα σταματημένα ρολόγια, ούτε να σπάσει τα τείχη που κάποιοι οικοδομούν για να περιφρουρήσουν την επαναστατική τους καθαρότητα. Ούτε μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα ποθητά «αντικείμενα» της πολιτικής δράσης και τις συνθήκες που διαμορφώνουν τους υλικούς όρους της ζωής μας. Αντιθέσεις που συνυπήρχαν στο χώρο της Συσπείρωσης, δεν μπόρεσαν να λυθούν δημιουργικά με τον διάλογο, αντίθετα μεγάλωσαν. Έφτασε η στιγμή που η πράξη θα κρίνει την έκβασή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση το πρώτο βήμα έγινε: Η πρωτοβουλία του ΝΑΡ να συγκροτήσει την παράταξη της «ριζοσπαστικής αριστεράς» στο χώρο των μηχανικών είναι μια θετική εξέλιξη. Απεγκλωβίζει διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, που αποδείχτηκε ότι δεν μπορούν να συνυπάρχουν, για να δοκιμαστούν στην πράξη αυτόνομα. Εκεί θα κριθούν. Αυτός ο τρόπος «λύσης των αντιθέσεων» δεν είναι πρωτόγνωρος για την Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών στην εικοσάχρονη παρουσία της στο χώρο των μηχανικών. Οι κρίσιμες διαφορές που σφραγίζουν τον χαρακτήρα της αντίθεσης, δεν αφορούν στον χώρο των μηχανικών και την πολιτική μας δράση εκεί, αλλά στην Αριστερά. Φαίνεται ότι η Αριστερά που έχουν κάποιοι στα κεφάλια τους, είναι ασύμβατη με την Αριστερά που υπάρχει και δρα στο χώρο των μηχανικών ως Συσπείρωση. Τους ευχόμαστε να έχουν καλύτερη τύχη στην συγκρότηση της Αριστεράς που ονειρεύονται στο χώρο των μηχανικών, από την τύχη που είχαν παρόμοια εγχειρήματα στο παρελθόν. Σε αυτά τα πλαίσια «διαλόγου», το κείμενο που ακολουθεί δεν σκοπεύει να «συνθέσει αντιθέσεις», αλλά να καταγράψει εκείνες τις διαφορετικές αντιλήψεις για την Αριστερά, την άσκηση πολιτικής και το μαζικό κίνημα, που βάζουν εμπόδια στη δράση μας.
Δέκα
χρόνια …ΠΡΙΝ
«…
Η νέα Αριστερά που χρειάζεται η εποχή μας
δε θα είναι έργο μόνο αυτών που
συνεργάζονται στη «Μαχόμενη Αριστερά».
Ένας σχετικά μαζικός, υπολογίσιμος
«τρίτος πόλος» δεν μπορεί να προκύψει
παρά μόνο με τη συστράτευση ενός μεγάλου
τμήματος των επαναστατικών αριστερών
συνειδήσεων που σήμερα στεγάζονται στο
ΚΚΕ, των κομματικά άστεγων αριστερών, των
πιο ριζοσπαστικών στοιχείων από τον
κόσμο που έχει απομείνει στον Συνασπισμό,
αλλά και των νέων ριζοσπαστικών δυνάμεων
που μπορούν να απελευθερωθούν από τον
ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ και από τα
κοινωνικά κινήματα.
Αλλά
η «Μαχόμενη Αριστερά» μπορεί να παίξει το
ρόλο μιας «πρωταρχικής συσσώρευσης» εν
όψει των ανακατατάξεων σε όλο το χώρο της
Αριστεράς, που έτσι κι αλλιώς θα
δρομολογηθούν από την επόμενη των
εκλογών»
(Πέτρος Παπακωνσταντίνου, ΠΡΙΝ 26-9-93).
Τότε, οι αντιλήψεις αυτές, μπορεί να ήταν νέες για τον Π.Π. και το ΝΑΡ, όμως δεν είναι κάτι το καινούργιο στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς -με ή χωρίς- επιθετικούς προσδιορισμούς. Και δεν έχουν προσφέρει πολλά σε αυτή την υπόθεση, από τότε που εμφανίστηκαν. Χρόνια τώρα, ένα μεγάλο κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς παραμυθιάζεται με την πολυπόθητη αποδέσμευση δυνάμεων από την καθεστωτική αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία, παθαίνει κάθε τόσο ονειρώξεις για τον διαχωρισμό των μαζών από τις αστικές πολιτικές, και ναρκισσεύεται επιφυλάσσοντας στον εαυτό του τον ρόλο του υποδοχέα αυτών των μαζών.
Κάθε φορά λοιπόν, όταν πλησιάζουν βουλευτικές εκλογές, αυτός ο «τρίτος πόλος» προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί - με άλλο όνομα κάθε φορά - και να καταγράψει εκεί αυτή την πολυπόθητη «πρωταρχική συσσώρευση».Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Οδηγούν στην αγκαλιά αρκετά αντιδραστικών πρακτικών: Παραγοντισμοί και διαπάλη χωρίς αρχές, διαπραγματεύσεις μηδενικών εκλογικών ποσοστών, αντιμετώπιση των κοινωνικών κινημάτων με κύριο κριτήριο την ψηφοθηρία. Αυτές οι πολιτικές πρακτικές το μόνο πράγματι που μπορούν να κάνουν είναι να εμπλέξουν και να εγκλωβίσουν ένα αξιόλογο στελεχικό δυναμικό σε διαδικασίες αυτοκατανάλωσης περί την πολιτική εν γένει, αποκομμένο από κοινωνικές αναφορές.
Το ζήτημα της επαναστατικής ανασυγκρότησης της αριστεράς δεν κρίνεται σήμερα ούτε από κάποια πολιτική συμφωνία, ούτε από κάποιο πολιτικό σχέδιο που θα διαμορφώσουν τα πολιτικά υποκείμενα που δηλώνουν στράτευση σε αυτό το εγχείρημα. Τα ερωτήματα που χρήζουν απάντηση για ένα τέτοιο εγχείρημα δυστυχώς δεν μπορούν να λυθούν σήμερα στο εσωτερικό αυτού του χώρου με την προσφυγή στον διάλογο. Δεν υπάρχουν αυτοί που κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, και επομένως, το ζήτημα δεν είναι απλά η ανατροπή του συσχετισμού, δηλαδή πώς να πειστούν οι συνομιλητές τους. Ούτε οι σχετικές αλήθειες που κατέχει κάθε υποκείμενο ξεχωριστά, είναι επαρκείς για να συνθέσουν το νέο. Η τομή που απαιτεί αυτή η σύνθεση, είναι μια διαδικασία που περνάει από την συντριβή του παλαιού με την μορφή που υπάρχει σήμερα και το ριζικό μετασχηματισμό του.
Αριστερά, χωρίς την ύπαρξη στοιχειωδών κοινωνικών ερεισμάτων και της όποιας κινηματικής τους συγκρότησης, δεν μπορεί να υπάρξει. Τότε, οποιαδήποτε προσπάθεια για αριστερή πολιτική παρουσία ή και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή - ανεξάρτητα από προθέσεις - είναι καταδικασμένη να περνάει από τα μονοπάτια της αστικής πολιτικής των χειρισμών, των εκπροσωπήσεων, των διαμεσολαβήσεων και πελατειακών σχέσεων, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι συσχετισμοί είναι συντριπτικοί. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της επαναστατικής ανασυγκρότησης της αριστεράς, είναι υποχρεωμένα να συγκροτούνται τα ίδια στο εσωτερικό των κινημάτων. Τότε μόνον ο διάλογος μπορεί να είναι γόνιμος, αφού θα τροφοδοτείται από εμπειρίες της πράξης. Η πολιτική συγκρότηση είναι μια διαδικασία που μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ανάπτυξη μαζικού κινήματος. Δεν είναι μια διαδικασία παραγωγής πολιτικών θέσεων που απευθύνονται με γενικό τρόπο στην κοινωνία ή στο κίνημα, με την μορφή ηθικών εκκλήσεων ή τη χρήση του «ορθού λόγου», την ευθύνη της οποίας έχουν κάποια πολιτικά επιτελεία ή οι ειδικοί της πολιτικής. Τέτοιου τύπου «διακηρύξεις», που συνήθως διατυπώνονται σε προεκλογικές περιόδους, δεν μπορούν να παράγουν κανένα κίνημα.
Ενδογαμία: η γεροντική
ασθένεια των οργανώσεων της
«εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς»
Σήμερα, το ένα έχει γίνει δύο, τρία, χίλια κομμάτια. Όμως το νέο δεν πρόκειται να προκύψει από απλές αθροιστικές πράξεις μεταξύ συγγενών υποκειμένων, διατεταγμένων σε ομόκεντρους ή παράπλευρους κύκλους. Το ζήτημα δεν κρίνεται από τον βαθμό συγγένειας ή τις τοπολογικές εξαρτήσεις. Πρόκειται για μια σύνθεση αντιθέσεων, για τη διαλεκτική της οποίας ισχύει η ρήση του προέδρου Μάο: «Τα δύο δεν γίνονται ένα». Δηλαδή, για να μην μιλάμε κινέζικα, τα όρια της ρήξης με το υπάρχον που εμπεριέχει ο πυρήνας όλων αυτών των εγχειρημάτων, που αυτοπροσδιορίζονται κάθε φορά με την προσθήκη ενός άλλου επιθετικού προσδιορισμού στον όρο Αριστερά (επαναστατική, εναλλακτική – αντικαπιταλιστική, μαχόμενη, και πρόσφατα ριζοσπαστική), δεν επιτρέπουν καμιά μετάβαση προς κάτι το διαφορετικό. Αυτό συμβαίνει γιατί κυριαρχούν σε αυτά τα εγχειρήματα οι όροι αναπαραγωγής και όχι οι όροι μετασχηματισμού. Αναπαράγεται λοιπόν το παλιό με άλλο περιτύλιγμα. Δεν πρόκειται για την επιστροφή της Περσεφόνης από την Άδη που φέρνει την Άνοιξη. Είναι μια άχαρη και άγονη διαδικασία Σισύφειων μαρτυρίων, που αφορά μόνον τους εμπλεκόμενους και κανέναν άλλο. Λέγεται ότι η ίδια ιστορία όταν επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά, είναι φάρσα. Εδώ όμως έχει επαναληφθεί πολλές φορές. Τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά: Η συνεχής επανάληψη του φαινομένου της ενδογαμίας σε κλειστούς πληθυσμούς παράγει τερατογενέσεις…
Η «ριζοσπαστική αριστερά», είναι ένα εγχείρημα που εξελίσσεται κάτω από την ηγεμονία της πολιτικής του ΝΑΡ, συσπειρώνοντας πρόσφατα – ως αμυντική επιλογή - τα πολιτικά σχήματα που τρόμαξαν, όταν ένιωσαν να απειλούνται από την δυναμική της συγκρότησης του «κοινωνικού φόρουμ». Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και λαθρεπιβάτης στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της καταναλώνεται στην αντιπαλότητα απέναντι στο «κοινωνικό φόρουμ». Είναι εξηγήσιμο λοιπόν γιατί η «Πρωτοβουλία» αναδείχτηκε ως το «λάβαρο» της συγκρότησης της «ριζοσπαστικής αριστεράς» και η Θεσσαλονίκη προβλήθηκε ως το «τέμενος» του κινήματος. Το κλίμα ενθουσιασμού, ικανοποίησης και εφορίας για τις κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, αν και πέρασε αρκετός καιρός, διαρκεί ακόμα στο χώρο της «ριζοσπαστικής αριστεράς» και καλύπτει κυρίως ανάγκες αυτοκατανάλωσης. Όπως είπε ένας σύντροφος, αναφερόμενος όχι μόνον στην «ριζοσπαστική αριστερά», αλλά σε όλες τις οργανωμένες δυνάμεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη: «Όλοι τους κοίταξαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Τον βρήκαν λίγο πιο όμορφο από ότι έξι μήνες πριν και νομίζουν πως ομόρφυνε όλος ο κόσμος γύρω τους». Για όποιον βλέπει τα πράγματα από την σκοπιά της ανάπτυξης του μαζικού κινήματος και όχι την σκοπιά της αυτοεπιβεβαίωσης, τα πράγματα είναι διαφορετικά: Η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν απούσα από τις κινητοποιήσεις και οι διάφορες τάσεις είχαν στρέψει όλο το ενδιαφέρον τους στο να οργανώσουν παρεμβάσεις γύρω από τον εαυτό τους. Δεν ήταν λοιπόν, από τις καλύτερες στιγμές που έχει καταγράψει το «αντιπαγκοσμιοποιητικό» κίνημα.
Μακάρι αυτές οι επιτακτικές ανάγκες αυτοεπιβεβαίωσης του χώρου της «ριζοσπαστικής αριστεράς» να προέκυπταν μόνον από την αντιπαλότητα με το «κοινωνικό φόρουμ». Την προηγούμενη περίοδο αλλά και σήμερα, το ζήτημα της «τρομοκρατίας» είναι πολύ πιο σημαντικό για τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία από ότι η «Θεσσαλονίκη». Και σε αυτό το ζήτημα, η καταγραφή της δράσης της ήταν από μηδενική ως αρνητική. Και όταν το «Δίκτυο» και άλλες πολιτικές ομάδες βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, η «ριζοσπαστική αριστερά» ουσιαστικά ταυτίστηκε δια λόγου και πράξης με το ΚΚΕ. Δεν μπόρεσε να παραγάγει κανένα «γεγονός» που να έχει απεύθυνση προς την κοινωνία, ούτε καν για τα στοιχειώδη: Δεν χρειαζόταν και καμία βαθυστόχαστη ανάλυση για την συγκυρία, τη παγκοσμιοποίηση, τα «πολυκλαδικά» μονοπώλια και την νέα τάξη πραγμάτων, παρά μόνο 10 λεπτά τηλεόραση με τον Κακαουνάκη και τον Ευαγγελάτο, για να αντιληφθεί κανένας το κλίμα της τρομολαγνείας και την ανάγκη αντίστασης απέναντι σε αυτό. Επιπλέον, οι εξελίξεις σε αυτό το θέμα δημιούργησαν αντιθέσεις στο εσωτερικό της, που δεν της επέτρεψαν να αρθρώσει πειστικό λόγο ούτε για αυτούς που την έχουν ως σημείο πολιτικής αναφοράς. Ο εναγώνιος δε φραστικός διαχωρισμός από την «αριστερά των δικαιωμάτων» αυτή την περίοδο, προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία, αν όχι απέχθεια, σε οποιονδήποτε διαθέτει τα ελάχιστα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Η σημαντική αυτή «απουσία» από τα δρώμενα στο ζήτημα της τρομοκρατίας, δεν μπορεί να ισοσταθμισθεί με την «παρουσία» στη Θεσσαλονίκη.
Αν θέλουμε να κάνουμε συγκρίσεις, το εγχείρημα της συγκρότησης του «κοινωνικού φόρουμ» εύκολα διαπιστώνεται ότι παρουσιάζει δείγματα υπέρβασης, που του προσδίδουν μια δυναμική που απουσιάζει από την συγκρότηση της «ριζοσπαστικής αριστεράς». Για παράδειγμα, ποίος θα φανταζότανε ότι η Α/Συνέχεια θα έχει αλλάξει τόσο, ώστε, να διαμορφώνει σήμερα κοινή πολιτική δράση με την ΑΚΟΑ, όταν πριν 8 χρόνια αποχώρησε από μια συνδικαλιστική παράταξη - την Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών - γιατί δεν μπορούσε να συνδιαλέγεται με τους …ρεφορμιστές της ΑΚΟΑ! Το εγχείρημα του «κοινωνικού φόρουμ» εμφανίζεται θελκτικό σε αρκετούς γιατί ακριβώς περιέχει τέτοια δείγματα υπέρβασης, που αφήνουν έστω κάποιες ανοικτές διόδους για εξελίξεις. Αντίθετα το μέλλον της «ριζοσπαστικής αριστεράς», με τους όρους που επιχειρείται να συγκροτηθεί σήμερα, σύμφωνα με τον «πολιτικό σχεδιασμό» του ΝΑΡ, είναι προδιαγραμμένο. Από αυτή τη σκοπιά, για κάποιον που έχει το δίλημμα, η Αριστερά της πολυχρωμίας που μετασχηματίζεται, είναι προφανώς προτιμότερη, από την Αριστερά της αχρωματοψίας που αναπαράγεται.
Όμως, δεν μπορούμε παρά να καταγράψουμε και πολλά στοιχεία ομοιότητας στον τρόπο που με τον οποίο προσπαθούν να ασκήσουν πολιτική αυτά τα δύο εγχειρήματα. Θα σταθούμε σε ένα βασικό ζήτημα που έχει μεγάλη σημασία για την δράση και την ύπαρξη της Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών. Στο ζήτημα αυτό καταγράφεται η καθολικότητα αυτών των ομοιοτήτων. Πρόκειται για μια ομοιότητα, που περιλαμβάνει και τον τρόπο άσκησης πολιτικής από το ΚΚΕ. Είναι το ζήτημα που είχε αναπτυχθεί στην εισαγωγή του κειμένου του σ. Μαούνη για την προηγούμενη συνδιάσκεψη, και αφορά στην σχέση της πολιτικής και συνδικαλιστικής πάλης. Εντοπίζεται σε ένα σύνολο κοινών αντιλήψεων και παρόμοιων πρακτικών που υποτιμούν την αυτονομία του μαζικού χώρου. Σήμερα, στρατηγικός στόχος των ηγεμονικών δυνάμεων της «ριζοσπαστικής αριστεράς» είναι να δημιουργήσουν συνδικαλιστικές παρατάξεις που έχουν ως πολιτική τους αναφορά την «ριζοσπαστική αριστερά». Πρόσφατο παράδειγμα υλοποίησης αυτού του σχεδίου, είναι η πρωτοβουλία του ΝΑΡ να καταγράψει την «ριζοσπαστική αριστερά» στις εκλογές του ΤΕΕ. Το φαινόμενο αυτό έχει εκδηλωθεί αντίστοιχα από δυνάμεις που συμμετέχουν στο «κοινωνικό φόρουμ», όπως για παράδειγμα στον χώρο της ΕΣΥΕ, χωρίς όμως να έμφανίζεται ακόμα ως κυρίαρχο, καθώς ο προσανατολισμός του «κοινωνικού φόρουμ» περιστρέφεται γύρω από το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Όσο για το ΚΚΕ, είναι ο πιο συνεπής εκφραστής αυτού του φαινομένου. Δυστυχώς, αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές είναι κυρίαρχες στο σύνολο της αριστεράς (ριζοσπαστικής, εξωκοινοβουλευτικής, ρεφορμιστικής κλπ). Στο χώρο μας έχουμε βιώσει αυτές τις αντιλήψεις με την προσπάθεια συγκρότησης του «σωματείου μισθωτών τεχνικών». Το ποιοι, το γιατί, και με πιο τρόπο συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια, δεν προκύπτει από καμιά βαθυστόχαστη μαρξιστική ανάλυση για το χώρο της μισθωτής εργασίας στο χώρο των τεχνικών, που στην συνέχεια πήρε σάρκα και οστά με την υλοποίηση ενός κοινά αποδεκτού «πολιτικού σχεδιασμού». Απλά, επικαθορίζεται από ταυτόσημες αντιλήψεις άσκησης «αριστερής» πολιτικής, που βρήκαν κάποιο κοινό χώρο για να συνευρεθούν. Στο επίπεδο της πρακτικής, το μόνο που μπορούν να παράγουν αυτές οι αντιλήψεις, είναι να αποδίδουν «εύσημα» αριστεροσύνης και να υψώνουν λάβαρα «ταξικότητας». Όχι μόνον αδυνατούν να συγκροτήσουν μάχιμες αντιστάσεις στον μαζικό χώρο που αναφέρονται, άλλα δεν μπορούν να αποκτήσουν ούτε καν στοιχειώδη κοινωνικά ερείσματα.
Όνειρα
και …
ονειροκρίτες
Η επανάσταση προϋποθέτει την αντιπαλότητα της πρακτικής σε όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης. Χωρίς την ύπαρξη αυτής της αντιπαλότητας και των αποτελεσμάτων που παράγει, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική θεωρία. Εκεί εξάλλου κρίνεται η ορθότητά της, και όχι με τα κριτήρια της αστικής ιδεολογίας για τη θεωρία. Η επαναστατική θεωρία δεν είναι διαφωτισμός. Ούτε γίνεται κτήμα των μαζών μέσω των ΜΜΕ.
Ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» είναι το μέσο παραγωγής επαναστατικής θεωρίας και προσδιορίζεται από τις σχέσεις των μαζών με την επαναστατική οργάνωση (ετεροκαθορισμός της πρωτοπορίας). Η φορμαλιστική αποδοχή από τον σταλινοτροτσκισμό ως ζήτημα αρχής για την επαναστατική δράση, της λενινιστικής αντίληψης πως «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει και επαναστατικό κόμμα», σημάδεψε ανεξήτιλα το κομμουνιστικό κίνημα: Οδήγησε πρακτικά στην υποτίμηση της οργανικής σχέσης ανάμεσα στην πράξη και την θεωρία. Άνοιξε λοιπόν ο δρόμος για την κυριαρχία αστικών αντιλήψεων για την παραγωγή της θεωρίας και κατά συνέπεια για τα ζητήματα της επαναστατικής οργάνωσης. Ο ρόλος του κόμματος ως πρωτοπορίας (το «μέσο» δηλαδή που «κατέχει» την επαναστατική θεωρία) θεωρήθηκε δεδομένος - έξω και πάνω από την ταξική πάλη - και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός εκφυλίστηκε σε ένα αποστεωμένο σύνολο κανόνων εσωτερικής λειτουργίας (αυτοπροσδιορισμός της πρωτοπορίας). Στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, οι αντιλήψεις αυτές τέθηκαν σε αμφισβήτηση μόνο κάποιες στιγμές, αλλά ηττήθηκαν πολύ σύντομα: Για πρώτη φορά από τον Λένιν, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στην διαπάλη που αναπτύχθηκε για το ρόλο των συνδικάτων. Τέθηκαν ξανά κατά την διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης στην Κίνα, και αργότερα από κάποιες εκδοχές του ευροκομμουνισμού. Ψήγματα μπορεί να βρει κανείς στο επίπεδο της κινηματικής πρακτικής που συγκλίνουν προς μια τέτοια αμφισβήτηση, όπως στο Μάη του 68, αλλά και σήμερα στους Ζαπατίστας.
Η εκδοχή που επικράτησε στο κομμουνιστικό κίνημα και που αυτονομεί την παραγωγή της επαναστατικής θεωρίας από την ταξική πάλη, είναι σήμερα ο εύκολος δρόμος που προσδιορίζει τα πλαίσια της συγκρότησης όσων αναγνωρίζουν ακόμα την αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος, γιατί προσφέρει στον καθένα την ευχέρεια να πιστεύει ότι είναι αυτό που δηλώνει. Συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι ότι το κίνημα και οι μάζες προσλαμβάνονται ως εξωτερικά «αντικείμενα» σε σχέση με το «υποκείμενο» της πρωτοπορίας, το οποίο μπορεί έτσι να υπάρχει έξω και πέρα από αυτά, στο απυρόβλητο, στα όνειρά μας, στη φαντασία μας. Και σε αυτούς τους φαντασιακούς χώρους, δεν έχει καμία πρακτική πολιτική σημασία η κίνηση των μαζών και η «συμπύκνωση» της εμπειρίας τους, η αυτοκριτική, και άλλα ηχηρά παρόμοια. Δεν είναι βέβαια κακό να ονειρευόμαστε. Στους ονειροκρίτες που προσπαθούν να δυναστεύσουν τα όνειρά μας βρίσκεται το πρόβλημα.
Αθήνα 29 Σεπτέμβρη 2003
Γιώργος Καλαντζόπουλος