ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚA ΔΙΚΑΙΩΜΑΤA ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ...

Η οδηγία 89/48 του Συμβουλίου της ΕΟΚ, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της κοινότητας για την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, εισάγει στην Ευρώπη ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Στην οδηγία ορίζεται επίσης ότι:

- τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να ορίζουν το ελάχιστο επίπεδο των αναγκαίων προσόντων, ούτως ώστε να εγγυώνται την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στο έδαφός τους.

- κάθε κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο ένα επάγγελμα υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του τα προσόντα που αποκτώνται σε άλλο κράτος μέλος και να εκτιμά αν αυτά αντιστοιχούν στα προσόντα που απαιτεί.

- οι επαγγελματικές ενώσεις ή οργανώσεις οι αναγνωρισμένες από τις δημόσιες αρχές, που παρέχουν τίτλους στα μέλη τους, δεν μπορούν να επικαλεστούν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα για να αποφύγουν την εφαρμογή αυτού του συστήματος.

- το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να επιβάλλει πρακτική άσκηση προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας όταν τα προσόντα του ενδιαφερομένου δεν αντιστοιχούν στα προσόντα που ορίζονται από τις εθνικές διατάξεις.

Η κυβέρνηση, 11 χρόνια μετά την έκδοση της οδηγίας και κάτω από ισχυρότατες πιέσεις της Ε.Ε., εισήγαγε την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο με το Π.Δ/μα 165/28-6-2000. Το Π.Δ/μα 165/2000 εφαρμόζεται για τους έλληνες και τους υπηκόους των κρατών της ΕΕ που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στην Ελλάδα εφόσον έχουν αποκτήσει το δίπλωμα και τα επαγγελματικά τους προσόντα εκτός Ελλάδας (άρθρο 3). Θεσμοθετεί (άρθρο 10) ένα όργανο, το Συμβούλιο αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΣΑΕΙ), που παρακάμπτει το ΔΙΚΑΤΣΑ, αρμόδιο για την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας, εισάγοντας για πρώτη φορά τέτοιο διαχωρισμό. Αν όμως μέχρι σήμερα η απόκτηση πτυχίου σήμαινε ουσιαστικά και αναγνώριση επαγγελματικής επάρκειας, απόδειξη το τυπικό των εξετάσεων παροχής άδειας άσκησης επαγγέλματος από το ΤΕΕ, πλέον αυτή η επάρκεια αποσυνδέεται από τις ακαδημαϊκές σπουδές. Το Συμβούλιο, χωρίς θεσπισμένα κριτήρια και οργανωμένο σύστημα πληροφόρησης για τα επαγγελματικά δεδομένα σε κάθε χώρα της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη μόνο την επαγγελματική πείρα, μπορεί να αποδώσει επαγγελματική ισοτιμία σε διπλωματούχους τριετών σπουδών και αυτό έκανε τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του. Οι κάτοχοι πλέον αυτής της ισοτιμίας μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εγγραφής στην αντίστοιχη επαγγελματική οργάνωση (βλέπε ΤΕΕ για τους μηχανικούς) και αυτή αρκεί, ακόμη και αν η οργάνωση δεν την αποδέχτηκε, για να ασκήσει ο αιτών το επάγγελμα στο οποίο αφορά η αναγνώριση της ισοτιμίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, στενότερο ή ευρύτερο, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ζητήσει παράλληλα και την αναγνώριση του τίτλου σπουδών του από το ΔΙΚΑΤΣΑ ή το ΙΤΕ. Για το ίδιο θέμα έχει εκδοθεί και η 50/2001 γνωμοδότηση της μείζονος ολομέλειας του ΑΣΕΠ.

Όμως με το Π.Δ/μα 512/1991 ορίζεται ότι ως τακτικά μέλη του ΤΕΕ εγγράφονται υποχρεωτικά όλοι οι ελληνικής ιθαγένειας ή οι έχοντες ιθαγένεια κράτους μέλους της ΕΕ, Διπλωματούχοι του ΕΜΠ, των Πολυτεχνικών Σχολών της χώρας και των ισοτίμων Σχολών του εξωτερικού μετά τη λήψη της άδειας άσκησης του επαγγέλματος. Σύμφωνα με το Νόμο 1225/1981 την άδεια άσκησης επαγγέλματος του μηχανικού χορηγεί το ΤΕΕ μετά από προφορικές εξετάσεις και επιπλέον για τους διπλωματούχους του εξωτερικού με την προσκόμιση βεβαίωσης ισοτιμίας του διπλώματος από το ΔΙΚΑΤΣΑ, το οποίο έχει αυτήν την αρμοδιότητα βάσει του Ν.741/1977.

Είναι λοιπόν προφανής η αντίφαση της ελληνικής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού. Η αντίφαση αυτή επιτείνεται με το Π.Δ/μα 385/2002 που τροποποιεί το ΠΔ 165 επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε όλους -έλληνες και ευρωπαίους- οπουδήποτε και αν έχουν αποκτήσει το δίπλωμά τους επομένως και στην Ελλάδα, ανοίγοντας το δρόμο και στους πτυχιούχους των ΤΕΙ, αλλά και των ιδιωτικών πανεπιστημίων, να διεκδικήσουν επαγγελματική ισοτιμία.

Το ΤΕΕ αρνήθηκε να εγγράψει ως μέλη του διπλωματούχους του εξωτερικού που πήραν την ισοτιμία από το Συμβούλιο Αναγνώρισης αλλά δεν κατείχαν την ισοτιμία από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Κάποιοι απ’ αυτούς προσέφυγαν κατά του ΤΕΕ στο ΣτΕ, η απόφαση εκδόθηκε μέσα στο καλοκαίρι και ήταν θετική γι’ αυτούς, οπότε η ΔΕ του ΤΕΕ υποχρεώθηκε να τους εγγράψει. Αντίθετα η από τις 27- 9-2000 προσφυγή του ΤΕΕ στο ΣτΕ με αίτημα την ακύρωση του ΠΔ165, μετά από πολλές αναβολές, αναμένεται να εκδικαστεί το Γενάρη! Το σκηνικό αυτό έρχεται να συμπληρώσει και η πρόσφατη (1462/2003) απόφαση του ΣτΕ που υποχρεώνει το ΔΙΚΑΤΣΑ να εκδίδει ισοτιμίες πτυχίων ανεξάρτητα από τα έτη σπουδών συνεκτιμώντας το επίπεδο και το πρόγραμμα σπουδών και τις συνθήκες διδασκαλίας.

Για τη Συσπείρωση η ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων και η δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος τους στην ΕΕ, είναι στόχος επιθυμητός. Όμως το απαράδεκτο και αντισυνταγματικό Π.Δ 165/2000, κάθε άλλο παρά αυτό πετυχαίνει και γι’ αυτό πρέπει να καταργηθεί άμεσα. Η δυνατότητα εργασίας στην Ελλάδα πτυχιούχων άλλων ευρωπαϊκών σχολών μπορεί να επιτευχθεί με τη θέσπιση ενός συστήματος πιστοποίησης των δυνατοτήτων και του εύρους άσκησης του επαγγέλματός τους στη χώρα προέλευσης και άμεσης αναγνώρισης αυτών των δυνατοτήτων και στην Ελλάδα. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.

Γιατί αν όσα παρακολουθούμε να διαδραματίζονται σχετικά με το θέμα των επαγγελματικών ισοτιμιών συνδυαστούν με το Ν.2916/2001 για την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, γίνεται ολοφάνερος ο στόχος: να περάσει με οποιοδήποτε μέσο η αναδιάρθρωση στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με επιβολή των αρχών της διακήρυξης της Μπολώνια και της Πράγας για δύο κύκλους σπουδών. Ο πρώτος τριετής κύκλος, κατά τα πρότυπα του «αγγλοσαξωνικού» μοντέλου θα παρέχει πτυχίο και τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος.

Το κυοφορούμενο σχέδιο, που εκπορεύεται από τις επικρατούσες στην ΕΕ τάσεις, απαιτεί την προσαρμογή της εκπαίδευσης και των όρων εισαγωγής στην αγορά εργασίας στις ανάγκες μιας διεθνοποιημένης αγοράς. Η αγορά εργασίας σήμερα απαιτεί αφενός τη γρήγορη, μαζική και με το μικρότερο κόστος χορήγηση πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων και αφετέρου την ευχέρεια να χρησιμοποιεί ένα περιορισμένο αριθμό εργαζομένων σε εποπτικές και σχεδιαστικές θέσεις. Η ανάγκη αυτή οδηγεί μοιραία σε εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων.

Το σχήμα αυτό, ιδιαίτερα για τις Πολυτεχνικές Σχολές, θα έχει τεράστια επίπτωση στα προγράμματα σπουδών και στην παρεχόμενη γνώση, με κατάτμηση των γνωστικών αντικειμένων και απομάκρυνση από την ιστορική έννοια της Universitas. Είναι προφανής σε μια τέτοια εξέλιξη η υποχώρηση της γενικής παιδείας και της αξίας της πανεπιστημιακής μόρφωσης, που παρέχει επίσης τη δυνατότητα προσαρμογής του επιστήμονα στις οποιεσδήποτε νέες απαιτήσεις του αντικειμένου του, σε όφελος της γρήγορης κατάρτισης σε έναν εξειδικευμένο τομέα, με γνώσεις που γρήγορα απαξιώνονται.

Με την αναπόφευκτη και άνευ όρων μαζικοποίηση που βλέπουμε να συντελείται ήδη στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, την ίδρυση πλήθους νέων τμημάτων, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών, τον υπερπληθωρισμό των τίτλων, την αλληλοεπικάλυψη και τον κατακερματισμό γνωστικών αντικειμένων και επαγγελματικών δεξιοτήτων, η αγορά τείνει να αναγορευθεί στο μοναδικό εκφραστή και αξιολογητή της εκπαίδευσης και του επαγγέλματος. Ο εργαζόμενος μηχανικός μετατρέπεται σε εξάρτημά της χάνοντας οριστικά τον έλεγχο του αντικειμένου του, αλλά και όντας σε μια ατομική πορεία την συλλογική του συνείδηση και διαπραγματευτική δυνατότητα.

Στη σημερινή φάση πρώτο στόχο για το ΤΕΕ πρέπει να αποτελεί η ακύρωση του άθλιου κατασκευάσματος του Υπουργού Παιδείας Π.Δ/τος 165/2000. Μέσα στους κόλπους του ΤΕΕ, προς το παρόν, αποτελεί αδιαπραγμάτευτη θέση ότι προϋπόθεση για να διασφαλίζεται η ασφάλεια, η ακεραιότητα και η ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες από τους μηχανικούς, είναι το ενιαίο και αδιαίρετο των 5ετούς φοίτησης σπουδών. Φαίνεται όμως επίσης ότι πολλοί προσανατολίζονται σε προτάσεις τροποποίησης του συστήματος απονομής της άδειας άσκησης επαγγέλματος από το ΤΕΕ, με γραπτές, ουσιαστικές και αδιάβλητες επαγγελματικές εξετάσεις και με διαβάθμιση των δυνατοτήτων πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες όλων των αποφοίτων της τεχνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συμπεριλαμβανομένων των αποφοίτων ΤΕΙ, ανάλογα με το χρόνο και το πρόγραμμα σπουδών, ύστερα από αυτές τις εξετάσεις. Εκείνο που γίνεται φανερό είναι ότι γι΄ αυτούς που το προτείνουν το ζητούμενο είναι να περάσει στα χέρια του ΤΕΕ, και γύρευε πώς θα επιλυθούν τα προβλήματα που θα προκύψουν μέσα σ’ αυτό, ο χειρισμός του όλου θέματος απονομής επαγγελματικών δικαιωμάτων στους μηχανικούς όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, ώστε να εξακολουθήσει να αποτελεί το μοναδικό εκφραστή του τεχνικού κόσμου.

Πιστεύουμε ότι στο έδαφος της σημερινής συγκυρίας, η προσπάθειά μας εντός και εκτός του ΤΕΕ θα πρέπει να κινείται μέσα στα πλαίσια των πιο κάτω θέσεων:

·         Απαραίτητη και επαρκής για την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού είναι η ενιαία και αδιαίρετη πενταετής διάρκεια σπουδών.

·         Δεν είναι αποδεκτή αποσύνδεση του ακαδημαϊκού τίτλου από τα επαγγελματικά δικαιώματα ή αλλαγή του τρόπου απονομής των επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των πολυτεχνικών σχολών.

·         Πρέπει να θεσμοθετηθούν διασαφηνισμένα επαγγελματικά δικαιώματα ανά κατηγορία μηχανικών αλλά και για τους αποφοίτους ΤΕΙ χωρίς αλληλοεπικαλύψεις.

·         Σε εφαρμογή της οδηγίας 89/48, στους αποφοίτους σχολών του εξωτερικού, μικρότερης διάρκειας σπουδών, να αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα αντίστοιχα με αυτά που τους παρέχονται στο κράτος μέλος προέλευσης, όπου είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο το επάγγελμα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η αναγνώριση θα γίνεται μόνο μετά από σοβαρή έρευνα των στοιχείων και πιστοποιητικών που κατατίθενται και κάνοντας χρήση των αντισταθμιστικών μέτρων της πρακτικής άσκησης ή της δοκιμασίας επάρκειας. Σ’ αυτήν τη διαδικασία η διατήρηση των ιδιαίτερων εθνικών προϋποθέσεων που αφορούν τον καθένα ευρωπαίο εργαζόμενο είναι απαραίτητος όρος για να μην υπάρξει η πλήρης διάλυση της έννοιας του επαγγελματικού δικαιώματος πανευρωπαϊκά και στην Ελλάδα.

 

...ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ...

Είναι γνωστό ότι ο τομέας της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, διογκώνεται συνεχώς, με τζίρο που σήμερα ξεπερνά τα 4 τρις το χρόνο. Τα ιδιωτικά έργα πλέον, σε όγκο και σπουδαιότητα, δεν διαφέρουν από τα δημόσια. Στεγάζουν χιλιάδες ανθρώπους σε μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών, γραφείων και εργοστασίων, εμπορικών κέντρων, ξενοδοχείων, χώρους πολιτισμού, ψυχαγωγίας κλπ. Ταυτόχρονα όμως, και σκόπιμα νομίζουμε, απουσιάζει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο παραγωγής ιδιωτικών έργων, με τις γνωστές επιπτώσεις στην αισθητική, την ασφάλεια, την ποιότητα και την οικονομία των κατασκευών, καθώς και στην κατανομή ευθυνών όταν προκύπτουν μικρά η μεγάλα προβλήματα, από απλές κακοτεχνίες μέχρι σοβαρές βλάβες ή και καταρρεύσεις κτηρίων λόγω σεισμών ή άλλων αιτίων.

Πάγιο λοιπόν αίτημα των μηχανικών υπήρξε για δεκαετίες η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου κατασκευής ιδιωτικών έργων ικανού να διασφαλίζει την αρτιότητα των κατασκευών, τον έλεγχο των δομικών υλικών, και ταυτόχρονα να αποσαφηνίζει και να κατοχυρώνει το ρόλο των παραγόντων του ιδιωτικού έργου, να ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις ευθύνες.

Με το σχέδιο Π.Δ για το ΜΗ.Κ.Ι.Ε το ΥΠΕΧΩΔΕ ισχυρίζεται ότι επιχειρεί να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση κάνοντας ένα πρώτο βήμα.

Όμως μια πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι μια σειρά από ρυθμίσεις που αφορούν τις προδιαγραφές οικοδομικών έργων, τα Μητρώα υπεργολάβων, τεχνιτών και προμηθευτών δομικών υλικών, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς κλπ. δεν έχουν προωθηθεί ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη προσπάθεια αναμόρφωσης και οργάνωσης του χώρου των κατασκευών στον ιδιωτικό τομέα.

Έτσι το σχέδιο Π.Δ. αποτελεί μια πρόταση για την αντιμετώπιση μιας μόνον πλευράς του θέματος αφήνοντας τις άλλες ηθελημένα ασαφείς. Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο το εγχείρημα γίνεται προβληματικό, πόσο μάλλον που το ίδιο το σχέδιο διακρίνεται από προχειρότητα και σημαντικές ασάφειες και ελλείψεις:

  1. Δεν υπάρχει σαφήνεια στον προσδιορισμό των ρόλων των εμπλεκομένων στην κατασκευαστική διαδικασία. Οι ορισμοί στο άρθρο 1 είναι συνοπτικοί, ελλιπείς και προκαλούν συγχύσεις.
  2. Οι απαιτήσεις σε ίδια κεφάλαια των κατασκευαστικών εταιρειών του άρθρου 3 είναι παράλογα υψηλές σε σχέση με τα αντίστοιχα όρια εμβαδού που μπορούν να οικοδομήσουν, ενώ υπάρχει προκλητική διαφορά στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των επιχειρήσεων ΜΗ.ΚΙ.Ε και ΜΕΕΠ . Για παράδειγμα τα 2500μ2 συνήθους κτηρίου μπορεί  να οικοδομήσει εταιρεία του ΜΗΚΙΕ με κεφάλαια 1.000.000 Ε ενώ για τη για την αντίστοιχη εταιρεία του ΜΕΕΠ το ποσό είναι 175.000 Ε.
  3. Καταργείται σε μεγάλο βαθμό η αυτεπιστασία, βασική πηγή εργασίας για την πλειονότητα των μικρών ελευθέρων επαγγελματιών, αφού το όριο είναι 250 μ2 για οικοδομικά έργα, 300μ2 για βιομηχανικά κτήρια και 200μ2 για χώρους συνάθροισης κοινού.
  4. Συναφές με το παραπάνω είναι το γεγονός ότι το σχέδιο Π.Δ. αγνοεί την Ελληνική πραγματικότητα όπου οι περισσότερες κατασκευές γίνονται από υπεργολάβους οι οποίοι πληρώνονται απ΄ ευθείας από τον ιδιοκτήτη. Για τα μητρώα υπεργολάβων και αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών δεν γίνεται πουθενά αναφορά.
  5. Δεν ξεκαθαρίζεται εάν οι μηχανικοί που εγγράφονται στο ΜΕΚ για να στελεχώσουν τις εταιρείες του ΜΗΚΙΕ θα έχουν επαγγελματικούς περιορισμούς, αν θα μπορούν π.χ. να είναι εγγεγραμμένοι και στο μητρώο μελετητών.
  6. Δεν θίγονται καθόλου θέματα κανονισμών, προδιαγραφών, προτύπων συμβάσεων, συμφωνητικών, η σύνταξη των οποίων είναι διαπιστωμένη από όλους και επιβεβλημένη.
  7. Το σχέδιο του ΠΔ. εισάγει το θέμα της υποχρεωτικής ασφάλισης της επαγγελματικής ευθύνης των μηχανικών που ασχολούνται με μελέτες, καθώς και όλα τα θέματα των ασφαλίσεων που περιέχονται στο άρθρο 12. Τα θέματα αυτά είναι εξόχως σοβαρά (σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι εκπρόσωπος της ένωσης των ασφαλιστικών Εταιρειών προτείνεται να συμμετέχει στην επιτροπή ΜΗΚΙΕ) και θα πρέπει να αποσαφηνιστούν και να μελετηθούν διεξοδικά και όχι με την προχειρότητα με την οποία θίγονται στο προτεινόμενο ΠΔ.
  8. Τέλος για σημαντικά θέματα όπως ο χρόνος εγκατάστασης του εργολάβου, οι προθεσμίες εκτέλεσης των εργασιών, οι διαδικασίες παραλαβής του έργου, η διασφάλιση της σωστής χρήσης του, και κατά συνέπεια το πλαίσιο ευθυνών το σχέδιο παραμένει σιωπηλό.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο παρά το γεγονός ότι πολλές άλλες πτυχές, του σχεδίου όπως π.χ. η σύνθεση της επιτροπής ΜΗΚΙΕ είναι εξίσου προβληματικές.

Συμπερασματικά νομίζουμε ότι το σχέδιο αυτό δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύει, ότι πρέπει να αποσυρθεί, να τροποποιηθεί ριζικά και να ενταχθεί σ΄ ένα ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού κατασκευαστικού τομέα που να αντιμετωπίζει τις ιδιομορφίες, τις ανάγκες για βελτίωση της ποιότητας του δομημένου περιβάλλοντος, να θεσπίζει κανόνες και να καθορίζει αρμοδιότητες και ευθύνες.

...ΚΑΙ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ

ΓΙΑΤΙ Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΕ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΤΕΕ

 

Το ΤΕΕ δαπάνησε την τριετία που πέρασε 24.335.581 € ή 8.292.349.225 δρχ. και σκοπεύει να δαπανήσει 33.092.175 € ή 11.276.158.631 δρχ., που προκύπτουν κυρίως από τις εισφορές των μελών, άμεσες ή ως ποσοστό παρακράτησης από το προϊόν της εργασίας μας.

Είναι προκλητικό ότι η Αντιπροσωπεία (1/11/2003) συνεδρίασε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπως παλαιότερα στον Αστέρα Βουλιαγμένης και σε άλλους in χώρους, την ίδια ώρα που έκανε αποδεκτή την αύξηση των εισφορών.

Τα 11,27 δις. είναι πολλά χρήματα και είναι δικά μας.

Επί χρόνια τα ίδια πρόσωπα που συντάσσουν και εγκρίνουν τον απολογισμό δεν κάνουν τον κόπο να τον συνοδεύσουν με συγκεκριμένα στοιχεία αποτίμησης της απόδοσης των χρημάτων που δαπανήθηκαν, με τους καταλόγους αυτών που αμείβονται και το έργο για το οποίο αμείβονται, με αναλυτική περιγραφή των λειτουργικών δαπανών και των προμηθειών, με απόδοση λογαριασμού για τις δαπάνες του Ενημερωτικού Δελτίου συγχρόνως με την αξιολόγησή του, καθώς κατά τη γνώμη μας χρηματοδοτούμε ένα έντυπο ποικίλης ελαφράς ύλης, κ.λ.π., κ.λ.π.

Επί χρόνια μας εγκαλούν να ψηφίσουμε τον προϋπολογισμό για να μη μείνει το ΤΕΕ με δεμένα χέρια και να πληρωθούν οι μισθοί των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, επί χρόνια ορισμένοι συνεχίζουν να διανέμουν τα χρήματά μας για την οικοδόμηση προσωπικών μηχανισμών και πελατειακών σχέσεων στο πλαίσιο του ΤΕΕ ως εάν να ήταν δικά τους.

Αυτή η αντίληψη χρήσης και κατάχρησης κοινωνικών πόρων ως ιδιωτικής περιουσίας ανταποκρίνεται μεν στην κυριαρχούσα γενικευμένη ασυδοσία της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, αλλά δεν πρέπει να γίνεται πλέον ανεκτή στο χώρο των μηχανικών. Η καταψήφιση του οικονομικού απολογισμού και προϋπολογισμού ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για ν’ αντιδράσουμε.

 

<<Αρχική Σελίδα