Ο αγώνας στην ΕΜΔΥΔΑΣ τώρα δικαιώνεται:

Διάλογος σε …καλό κλίμα

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι πλέον ένα παρελθόν που σημαδεύει ανεξίτηλα το παρόν και το μέλλον μας. Σιγά αλλά σταθερά οι συνέπειες γίνονται ορατές στα λαϊκά στρώματα μέσα στην καθημερινότητα τους. Ο εγκλωβισμός όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στην αποδοχή αυτού του εθνικού οράματος δημιούργησε ένα πανεθνικό κλίμα συναίνεσης που κανείς δεν τολμά να διαταράξει. Καθώς οι πολιτικές δυνάμεις συμπλέουν και σε μια σειρά άλλων ζητημάτων, όπως η αποδοχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ο ρόλος της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό πολιτικό κλίμα για την κυβέρνηση. Ακυρώνεται ουσιαστικά η ύπαρξη αντιπολίτευσης με αξιόπιστο, διακριτό λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πολιτική σκηνή οι αντιθέσεις που εκδηλώνονται -ακόμα και με οξύτητα- δεν αγγίζουν τα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Μετά μάλιστα και τη συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων για «συναινετικό» πρόεδρο Δημοκρατίας, ανοίγεται ο δρόμος για περαιτέρω «συναινετικές» επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων.

 

Ραγιάδες και …γενίτσαροι

Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής κατάστασης στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι άμεσα ορατές, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα. Αν και η περίοδος χάριτος στη νέα κυβέρνηση έχει προ πολλού περάσει, η απουσία αντιστάσεων στα αντιλαϊκά μέτρα, που εφαρμόζει η κυβέρνηση από το φθινόπωρο με συστηματικό τρόπο, είναι αποκαλυπτική. Η ιδιότυπη συμμαχία ανάμεσα στην κυβερνητική παράταξη και την αξιωματική αντιπολίτευση αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο στο δημόσιο τομέα, που εγκλωβίζει το συνδικαλιστικό κίνημα στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Ο κρατικός συνδικαλισμός που θέριεψε την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, γέννησε μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που συχνά αυτονομείται και υπερασπίζεται κυρίως τα δικά της συμφέροντα όπως και αυτά της εκλογικής της πελατείας, μέσω των σχέσεων που έχει διαμορφώσει με τον κρατικό μηχανισμό.

Ενδεικτικό είναι ότι για το μόνο ζήτημα στο οποίο το συνδικαλιστικό κίνημα προσπάθησε να βγει από τη θερινή νάρκη -πριν πέσει στη χειμερία- ήταν η αντίδραση στο νόμο Παυλόπουλου για τη δημόσια διοίκηση. Βέβαια, ο νόμος αυτός προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης από τις μερίδες εκείνες που αποκομμένες χρόνια από την εξουσία ευελπιστούσαν εδώ και τώρα να βολέψουν τα «δικά μας παιδιά», ασκώντας πιέσεις για πλήρη και ολοκληρωτικό κομματικό έλεγχο της δημόσιας διοίκησης. Δυστυχώς για την κυβερνητική παράταξη, στο δημόσιο τομέα τής έχουν απομείνει πολύ λίγα στοιχειωδώς ικανά στελέχη για τέτοιες θέσεις, που να είναι πιστά στις κομματικές επιταγές, να μην έχουν αποστασιοποιηθεί κομματικά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μακρόχρονης περιόδου διακυβέρνησης της χώρας και να μην έχουν αφομοιωθεί από το ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, ποιος έχει εμπιστοσύνη σε κάποιον που έχει αλλαξοπιστήσει…

 

Οι διεκδικήσεις μας στις συμπληγάδες της συμφωνίας ...«μισό-μισό»

Ο συνδικαλισμός των μηχανικών του δημοσίου φέρει εξίσου αυτά τα χαρακτηριστικά. Η ανάληψη της διοίκησης της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ με τη συνεργασία της τέως και της νέας κυβερνητικής παράταξης προσδιορίζει πολιτικά τα όρια των διεκδικήσεών μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά στοιχεία που τα καταδεικνύουν:

1.      Στο πρόγραμμα δράσης της Ομοσπονδίας δεν υπάρχει χρονικό πλάνο για καμία από τις διεκδικήσεις μας. Το θέμα είχε τεθεί στο Δ.Σ. από την παράταξή μας, όταν είχε συζητηθεί ο προγραμματισμός. Είχε τεθεί επίσης και στην πανελλαδική συνάντηση των Δ.Σ. των πρωτοβάθμιων ενώσεων και των αντιπροσώπων του συνεδρίου. Ο λόγος που η διοίκηση της Ομοσπονδίας αποφεύγει με ιδιαίτερη επιμονή τους χρονικούς προσδιορισμούς και δημιουργεί ένα εφησυχαστικό κλίμα στους συναδέλφους είναι προφανής: Δίνει στην κυβέρνηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερα περιθώρια ανοχής. Είναι η πολιτική του «υποτακτικού σκύλου», που περιμένει να τον ανταμείψει το αφεντικό του με κανένα ξεροκόμματο που θα παραπέσει από το τραπέζι. Γαβγίζει βέβαια στους ξένους -όπως στην ΑΔΕΔΥ και στους μηχανικούς τριετούς ή τετραετούς φοίτησης- αλλά στο αφεντικό του κάθεται προσοχή.

2.      Η διοίκηση της Ομοσπονδίας επισκέπτεται πολύ συχνά τα υπουργικά γραφεία, διαπιστώνει το καλό κλίμα μέσα στο οποίο διεξάγεται ο «διάλογος» και περιμένει την κυβέρνηση να κάνει τις ...προτάσεις της! Ήταν πολύ πρόθυμη να «επαινέσει» την κυβέρνηση για το νομοσχέδιο που αφορά στην κατάργηση του μαθηματικού τύπου, όμως δεν προβληματίστηκε καθόλου, που η πρώτη ευκαιρία χάθηκε. Αυτό το νομοσχέδιο ήταν κατάλληλο για να περάσουν μερικές έστω ρυθμίσεις που μας αφορούν σε σχέση με την παραγωγή των έργων, όπως η νομική κάλυψη και το ζήτημα των προϊσταμένων των τεχνικών υπηρεσιών. Ήδη όμως χάνεται και η δεύτερη ευκαιρία, με το νομοσχέδιο για τις μελέτες.

3.      Ενώ είναι πλέον δηλωμένη η κυβερνητική θέση, ότι δεν αποδέχεται την υλοποίηση της συλλογικής συμφωνίας για τη νομοθετική ρύθμιση του 7‰, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχουν και από τη νέα κυβέρνηση προθέσεις για τη φαλκίδευση του πολύπαθου αυτού επιδόματος, στη διοίκηση της Ομοσπονδίας εξακολουθούν να υπάρχουν ψευδαισθήσεις και προσδοκίες για τη στάση της νέας κυβέρνησης, όσον αφορά στην τήρηση των προεκλογικών δεσμεύσεων της στα αιτήματα του κλάδου. Η συμπεριφορά αυτή είναι αυτονόητη για τη ΔΚΜ (ως κυβερνητική παράταξη) όχι όμως και για την ΠΑΣΚ. Δυο χρόνια πριν -το 2002- όταν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία σε μια σειρά σημαντικών θεμάτων για τον κλάδο, η ΠΑΣΚ θεωρούσε τα συμφωνηθέντα ασήμαντα. Σήμερα φαίνεται ότι ικανοποιείται απλά με το «καλό κλίμα» που έχει επιτευχθεί κατά τις συναντήσεις με τους διευθυντές των γραφείων των υπουργών…

Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την κραυγαλέα πολιτικοσυνδικαλιστική ανεπάρκεια της διοίκησης της Ομοσπονδίας αλλά και των δύο μεγαλύτερων ΕΜΔΥΔΑΣ, όπου εφαρμόσθηκε η γνωστή συμφωνία «μισό-μισό» μεταξύ ΠΑΣΚ και ΔΚΜ, δεν αφήνουν σήμερα πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την προοπτική επιτυχημένων κινητοποιήσεων του κλάδου. Ο κατήφορος θα σταματήσει μόνον με την επαναφορά στο προσκήνιο ενός μαχητικού και ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κινήματος των μηχανικών του δημοσίου, που θα αποκρούσει την επίθεση του κρατικού συνδικαλισμού και θα συνεχίσει την επιτυχημένη πορεία της τριετίας 2000-2003.

Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 2004

 

<<Αρχική Σελίδα