Η ανωκατωποίηση των ΤΕΙ, των ΑΕΙ και άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός

 

Οι αντιδράσεις και οι αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν την εξαγγελία της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ από την κυβέρνηση –συμπεριλαμβανομένων και των φωνασκιών του δικού μας απερχόμενου προέδρου- συσκοτίζουν πλευρές της πραγματικότητας, που ξεπερνούν το συγκεκριμένο ζήτημα.

Δεν πρόκειται μόνο για την προφανή προχειρότητα με την οποία χειρίζονται για μια ακόμη φορά οι κρατούντες τα θέματα της Παιδείας στη χώρα μας, ούτε μόνο για τις πελατειακές σχέσεις που συγκυριακά έρχονται να εξυπηρετήσουν οι νέες ρυθμίσεις.

Πρόκειται για τις ανομολόγητες και πολλαπλές επιδιώξεις για την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των όρων εισαγωγής των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας. Το κυοφορούμενο σχέδιο εκπορεύεται από τις επικρατούσες στην ΕΕ τάσεις, που εκφράζονται στη διακήρυξη της Μπολώνια, και που απαιτούν την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες μιας διεθνοποιημένης αγοράς.

Η αγορά εργασίας σήμερα απαιτεί αφενός τη γρήγορη, μαζική και με το μικρότερο κόστος χορήγηση πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων και αφετέρου την ευχέρεια να χρησιμοποιεί ένα περιορισμένο αριθμό εργαζομένων σε εποπτικές και σχεδιαστικές θέσεις. Η ανάγκη αυτή οδηγεί μοιραία σε εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων.

Η Ελλάδα, ως πειθήνιο μέλος της ΕΕ και με ευήκοον ους στις επιταγές της αγοράς, έχει λάβει το μήνυμα προ πολλού. Η μεταρρύθμιση έχει αρχίσει από τα Λύκεια με το τσάκισμα κάθε κριτικής και αντίστασης στο μοντέλο του εντατικοποιημένου σχολείου-φροντιστηρίου και προετοιμάζεται εδώ και χρόνια στα ΑΕΙ με τη χρήση της έρευνας όχι ως αναπόσπαστου τμήματος της διδασκαλίας, αλλά ως μέσου χρηματοδότησής τους, και μάλιστα από την ιδιωτική οικονομία.

Σήμερα ο στόχος δεν είναι η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, αλλά η υποβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης συνολικά. Η ανακήρυξη των ΤΕΙ σε ανώτατα ιδρύματα φοίτησης -μαζί με την πρακτική άσκηση- 8 ή, για κάποιες περιπτώσεις, 7 εξαμήνων θα ασκήσει πίεση για προσαρμογή του συνόλου της ανώτατης εκπαίδευσης στη διακήρυξη της Μπολώνια, δηλ. στο Αγγλοσαξονικό μοντέλο των δύο κύκλων σπουδών, εκ των οποίων ο πρώτος, ο προπτυχιακός, θα παρέχει τα ελάχιστα εφόδια για την έξοδο στο επάγγελμα. Σε τελική φάση για το δεύτερο κύκλο, που θα θεωρείται μεταπτυχιακός, θα καταργηθεί η δωρεάν παιδεία, αφού το κράτος θα έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του στη χορήγηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Το σχήμα αυτό, ιδιαίτερα για τις Πολυτεχνικές σχολές, θα έχει τεράστια επίπτωση στα προγράμματα σπουδών και στην παρεχόμενη γνώση, με κατάτμηση των γνωστικών αντικειμένων και απομάκρυνση απ’ την ιστορική έννοια της Universitas. Είναι προφανής σε μια τέτοια εξέλιξη η υποχώρηση της γενικής παιδείας και της αξίας της πανεπιστημιακής μόρφωσης σε όφελος της γρήγορης κατάρτισης σε έναν εξειδικευμένο τομέα.

Με το επίμαχο νομοσχέδιο διακυβεύεται ουσιαστικά η δωρεάν δημόσια παιδεία και στα θεσμικά όρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με την αναγνώριση και ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα των «κολεγίων» και των «κέντρων ελευθέρων σπουδών», επιχειρήσεων που είδαν τα τελευταία χρόνια την πελατεία τους να συρρικνώνεται επικίνδυνα με τη μείωση του αριθμού των αποφοίτων του λυκείου. Η τυπική αναβάθμιση των ΤΕΙ σε ανώτατα και ο ορισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το νομοσχέδιο ανοίγει το δρόμο για την τυπική αναβάθμιση των ιδιωτικών αυτών επιχειρήσεων σε «ανώτερες σχολές».

Περισσότερο προφανείς όμως είναι οι επιπτώσεις στο πλαίσιο άσκησης των επαγγελμάτων που απαιτούν τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η αναπόφευκτη και άνευ όρων μαζικοποίηση που βλέπουμε να συντελείται ήδη στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ίδρυση πλήθους νέων τμημάτων, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των κρατικών δαπανών, ο υπερπληθωρισμός τίτλων, η αλληλοεπικάλυψη γνωστικών αντικειμένων και επαγγελματικών δεξιοτήτων είναι το κατάλληλο υπόβαθρο για την αποσύνδεση των πτυχίων από τα επαγγελματικά δικαιώματα. Αν μέχρι πρόσφατα η απόκτηση πτυχίου σήμαινε ουσιαστικά και αναγνώριση επαγγελματικής επάρκειας, σήμερα η αγορά, στο φόντο της προσφοράς ιδρυμάτων και πτυχιούχων πολλών ταχυτήτων, τείνει να αναγορευθεί στο μοναδικό ρυθμιστή και αξιολογητή της εκπαίδευσης και του επαγγέλματος.

Γιατί λοιπόν οι μηχανικοί είναι αντίθετοι με το νομοσχέδιο του «αποτελεσματικού» υπουργού Παιδείας;

·      Γιατί η ψευδεπίγραφη και μ’ αυτούς τους όρους ανωτατοποίηση των ΤΕΙ είναι ο πολιορκητικός κριός για να αλωθεί και τυπικά το σύστημα δικαιωμάτων και κανόνων στην άσκηση του επαγγέλματος για όλους, αναβαθμιζόμενους και μη.

·      Γιατί ο εργαζόμενος μηχανικός μετατρέπεται σε εξάρτημα της αγοράς, των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και των εταιρειών, χάνοντας οριστικά τον έλεγχο του αντικειμένου του.

·      Γιατί οδηγούμαστε στην αρχή του laissez faire στο επίπεδο των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αμοιβών, στο πνεύμα ακριβώς της έκθεσης του ΚΕΠΕ για τα κλειστά επαγγέλματα, και στην αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των συλλογικών φορέων των εργαζομένων.

Μας θυμίζει τίποτα η προοπτική αυτή;

Μα φυσικά αποτελεί την πάγια πρακτική του ΤΕΕ, το οποίο αρνείται να επιτελέσει το ρόλο του είτε ως συντεχνία στην κατεύθυνση των επαγγελματικών αντιθέσεων στους κόλπους του είτε ως σύμβουλος του κράτους στη διατύπωση προτάσεων στο χρονίζον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό πρόβλημα των επικαλύψεων των αντικειμένων μεταξύ μηχανικών και τεχνολόγων. Η αγωνιστική πλειοδοσία του ΤΕΕ κατά του επίμαχου νομοσχεδίου είναι εντελώς υποκριτική, προσχηματική και ανέξοδη. Τα δικαιώματα των «παραγωγών» μηχανικών υπονομεύονται περισσότερο από την αδιαφορία του φορέα τους για τον εξευτελισμό τους και λιγότερο από τους συναδέλφους τους των ΤΕΙ. Το ΤΕΕ δράττεται της ευκαιρίας που του προσφέρει το προνομιακό αυτό ζήτημα, για να χρησιμοποιήσει τα συντεχνιακά αντανακλαστικά των μελών του, ώστε να μεταθέσει το πρόβλημα των αντιθέσεων στο χώρο του. Γνωστή η τακτική της μη επίλυσης των προβλημάτων, τακτική που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε πλείστα άλλα θέματα, όπως στο Ασφαλιστικό. Ο κ. Λιάσκας και οι συν αυτώ αποφεύγοντας να μιλήσει για την ταμπακέρα υπονομεύει τη συσπείρωση των μηχανικών ενάντια στις επιδιώξεις της κυβέρνησης υποβαθμίζοντας τις αντιδράσεις τους στα πλαίσια ενός καυγά στενών -και ακατανόητων για την ευρύτερη κοινωνία- συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών.

Όσο η συζήτηση δεν διεξάγεται δημόσια ως προς τις προθέσεις και το μοντέλο του συστήματος εκπαίδευση-επαγγελματικά δικαιώματα που υποκρύπτει η κάθε μεταρρύθμιση, τόσο οι αντιστάσεις αφήνουν στο απυρόβλητο τους πραγματικούς σχεδιασμούς των κρατούντων και γίνονται υποχείριο του κάθε επιτήδειου.

 

<<Αρχική Σελίδα