Για την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου μας

(ή περί ΑΔΕΔΥ και αδέσποτων συνομοσπονδιών)


 Τάκης Ιωάννου

 

Στο τελευταίο συνέδριο της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ, στη Ρόδο, τέθηκε γι άλλη μια φορά το ζήτημα της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής εκπροσώπησής μας, με μια διαφορά όμως από προηγούμενες προσεγγίσεις (που άφηναν ανοικτό για διερεύνηση το θέμα): υπερψηφίστηκε η… ριζοσπαστική(!) κοινή πρόταση ΔΚΜ–ΠΑΣΚ για άμεση μετατροπή της Ομοσπονδίας μας σε αυτόνομη, τριτοβάθμια Συνομοσπονδία, πλάι στην ΑΔΕΔΥ και τη ΓΣΕΕ. Πέρα από το εάν κάτι τέτοιο στέκει νομικά, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να δούμε κατά πόσο στέκει λογικά.

Τα επιχειρήματα της άποψης για δημιουργία δικού μας τριτοβάθμιου οργάνου είναι ότι έτσι μπορούμε να διαπραγματευόμαστε μόνοι μας καλύτερους όρους και συμβάσεις με την κυβέρνηση (ενώ πιθανή ένταξή μας στην ΑΔΕΔΥ δεν μας επιτρέπει κάτι τέτοιο) και ότι η ΑΔΕΔΥ είναι συμβιβασμένη με την κρατική εξουσία και εχθρική απέναντί μας.

Σχετικά με το περί συμβιβασμένης ΑΔΕΔΥ δεν θα είχαμε ιδιαίτερους λόγους να διαφωνήσουμε, καθώς είναι γνωστό ότι την πλειοψηφία στη διοίκησή της είχαν και έχουν συνδικαλιστές της εκάστοτε φιλοκυβερνητικής παράταξης, που -όπως φαίνεται- θεωρούν ύψιστο καθήκον τους να στηρίζουν την κυβέρνηση και την πολιτική της και όχι τα συμφέροντα των εργαζόμενων που εκπροσωπούν (πιστεύοντας ίσως ότι οι υποχρεώσεις τους προς αυτούς εξαντλούνται στη… συνδρομή σε προσλήψεις;). Κάτι θα ξέρουν άλλωστε και οι εκάστοτε κυβερνήσεις, που ευθύς άμα εκλεγούν φροντίζουν να υπάρχουν στα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα “δικές τους” πλειοψηφίες, πρόθυμες για πυροσβεστικές υπηρεσίες στις αντιδράσεις για τις “φιλολαϊκές” τους πολιτικές. Το αστείο βέβαια είναι ότι στην ΕΜΔΥΔΑΣ αυτό αποτελεί επιχείρημα ακριβώς των συνδικαλιστών της φιλοκυβερνητικής (και κάποιων που προσδοκούν να πάρουν σύντομα τη θέση τους) παράταξης!

Πάντως ας μην ξεχνάμε ότι οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται σ ένα τριτοβάθμιο όργανο καθορίζονται εν πολλοίς από τους εκπρόσωπους των δευτεροβάθμιων μελών του, δηλ. από τις εκλογές των σωματείων και φυσικά δεν είναι αιώνιοι. Διαφορετικές εκτιμήσεις στις εκλογές (ή ένταξη πιο μαχητικών και “μη συμβιβασμένων” μελών) μπορούν να τους αλλάξουν, προς όφελος τελικά του συνόλου των εργαζομένων.

Εχθρική απέναντί μας η ΑΔΕΔΥ υπήρξε, όπως και εμείς εξ άλλου υπήρξαμε (και εξακολουθούμε, όπως φαίνεται) απέναντί της. Τα τελευταία χρόνια βέβαια κανείς δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η -κάπως αποστασιοποιημένη από την κυβέρνηση- σημερινή ηγεσία της έχει κάνει σοβαρές προσπάθειες προσέγγισης, με διαθέσεις κάθε άλλο παρά εχθρικές. Ειδικότερα, τα 3 τελευταία χρόνια η Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ είχε αποκαταστήσει σχέσεις συνεργασίας με την ΑΔΕΔΥ και ένα καλό επίπεδο διαλόγου και κατ’ αρχήν συμφωνίας για σημαντικά ζητήματα του κλάδου μας (ασφαλιστική κάλυψη δημοσίου για τους «νέους» μηχανικούς, αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της εργασίας των μηχανικών στο δημόσιο και της διακριτότητας των ειδικών επιδομάτων, θέσπιση νομικής κάλυψης, σύσταση Διυπουργικού Κλάδου ΠΕ Μηχανικών κλπ). Και είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς τώρα κάποιοι θυμήθηκαν τα περί συμβιβασμένης ΑΔΕΔΥ…

Όσον αφορά τη διαπραγματευτική μας θέση, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία ότι είναι προτιμότερο να μην έχεις αντίθετη αλλά σύμμαχη μια τριτοβάθμια συνομοσπονδία που εκφράζει πολύ μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων (και ψηφοφόρων) από σένα, ούτε ότι ως μέλος αυτής της συνομοσπονδίας την έχεις πολύ λιγότερο αντίθετη απ’ όταν είσαι εκτός και ανταγωνιστής. Βέβαια θα πρέπει παράλληλα να είναι σαφές (που φαίνεται ότι δεν είναι) ότι, εκτός από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που διαπραγματεύεται μια συνομοσπονδία, οι ομοσπονδίες–μέλη της (π.χ. νοσοκομειακοί γιατροί, εκπαιδευτικοί κλπ) διαπραγματεύονται από μόνες τους για τα ιδιαίτερα δικά τους θέματα (όπως συμβαίνει και όταν δεν ανήκουν σε τριτοβάθμιο όργανο). Φυσικά η διαπραγμάτευση από μόνη της ποτέ δεν φτάνει. Αν δεν έχεις μαζικό και μαχητικό κίνημα να την υποστηρίζει -πάντα και ανεξάρτητα από το ποια μορφή τριτοβάθμιας (ή μη) οργάνωσης έχεις- η θέση σου απέναντι στην κυβερνητική εξουσία είναι ασθενική.

Πέρα βέβαια από τα παραπάνω υπάρχουν και κάποια ακόμη θέματα που θα έπρεπε να έχουν τεθεί και να μας απασχολούν.

Κατ’ αρχήν, η αντίληψη ότι αποτελούμε την ελίτ των εργαζόμενων στο δημόσιο (και όχι μόνο), αντίληψη αρκετά διαδεδομένη και σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την ανταπόκριση που βρήκε η πρόταση για ανεξάρτητη συνομοσπονδία. Σίγουρα έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας, τις αυξημένες ευθύνες μας και πολλά άλλα, που κανείς δεν αμφισβητεί και με βάση τα οποία εξάλλου έχουμε κατακτήσει μέχρι τώρα τα 2 διακριτά επιδόματα αλλά και γραπτή δέσμευση της κυβέρνησης για παροχή νομικής κάλυψης και τοποθέτηση ως προϊσταμένων στις Τεχνικές Διευθύνσεις αποκλειστικά διπλωματούχων μηχανικών. Είναι όμως αυτά ικανά και αρκετά ώστε να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε πάνω σ’ ένα βάθρο (ή σε ένα καλάμι;) και να κοιτάμε από ψηλά τους άλλους, τους «απλούς» εργαζόμενους; Και είμαστε οι μόνοι; Δεν βλέπουμε γύρω μας; Οι αλλαγές στα επαγγελματικά μας δικαιώματα δεν μας λένε τίποτα; Ή μήπως θεωρούμε ότι η κυβερνητική εξουσία δεν ικανοποιεί τις (δίκαιες) οικονομικές απαιτήσεις μας επειδή προτιμάει να ικανοποιεί άλλους κλάδους και όχι να μας συμπιέζει όλους για να μεταφέρει πόρους στις κάθε είδους «μεγάλες ιδέες», είτε αυτές λέγονται Ολυμπιακοί Αγώνες, είτε «εκσυγχρονισμός» ή όπως αλλιώς;

Τέλος υπάρχει και το -καθόλου λιγότερο σημαντικό βέβαια- θέμα του πότε η συνδικαλιστική οργάνωση είναι περισσότερο αποτελεσματική, όταν είναι πολυδιασπασμένη ή όταν επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή ενότητα; Σε μια περίοδο μάλιστα που κυρίαρχη πολιτική της κυβέρνησης στο χώρο του δημοσίου είναι η διάλυσή του, καθώς και η αποδυνάμωση της όποιας συλλογικής έκφρασης (και η αντικατάστασή της από ατομικές στάσεις και συμβάσεις) και που οι μόνιμες εργασιακές σχέσεις είναι στο στόχαστρο και βάλλονται από πολλές πλευρές. Ήδη η αδυναμία συνδικαλιστικής έκφρασης από την ΕΜΔΥΔΑΣ των συμβασιούχων (ορισμένου χρόνου ή έργου) συναδέλφων μας, αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη των αγώνων μας. Αυτά, φαίνεται, μπορεί να συγκινούν ακόμη και τις συμβιβασμένες ηγεσίες της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, που συζητούν την ενοποίησή τους μπροστά στη λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων, όχι όμως εμάς (ή κάποιους από εμάς), που διαρκώς (και σε απόλυτη σύμπνοια με την κυβέρνηση) αμφισβητούμε τις συλλογικές συμβάσεις και αποφασίζουμε ακάθεκτοι τη μοναχική πορεία μας προς το πουθενά.

Αν δεν μας απατά η μνήμη μας βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η «ανεξάρτητη και όχι φιλοκυβερνητική» ΠΑΣΚ επιδιώκει τη μοναχική πορεία μας. Μετά την πλήρη ευθυγράμμισή της με το περίφημο «ενιαίο μισθολόγιο» του ΠΑΣΟΚ το ΄84, δεν σταμάτησε (κάνοντας ίσως την αυτοκριτική της;) να επιδιώκει τη χωριστή τριτοβάθμια συνδικαλιστική εκπροσώπησή μας, αρχικά από κοινού με τους μηχανικούς των ΔΕΚΟ και όταν αυτό ναυάγησε, με την πρόταση που αυτή τη φορά υιοθετήθηκε στο Συνέδριο. Παράλληλα «κατάφερε» με τη χωριστική πολιτική της (για μισθολόγιο – βαθμολόγιο μηχανικών) το 1999 να εξαιρεθούμε από τις διατάξεις για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και εάν από το 2000 η νέα –τότε- διοίκηση της ΕΜΔΥΔΑΣ δεν είχε θέσει σαν κεντρικό στόχο και δεν είχε πετύχει να ισχύει και για μας ο θεσμός αυτός, ίσως σήμερα ο κλάδος μας να μην είχε καμία συνδικαλιστική εκπροσώπηση –ανεξαρτήτως βαθμού.

Και οι μεν φιλοκυβερνητικοί συνδικαλιστές (ή αυτοί που θεωρούν ότι θα είναι φιλοκυβερνητικοί αύριο) είναι κατανοητό να επιδιώκουν να αμβλύνουν τις αντιστάσεις στην κυβερνητική πολιτική. Εμείς οι υπόλοιποι, όμως;

Οκτώβριος 2003

 

<<Αρχική Σελίδα