ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΙΣ 17 ΜΑΗ

Η εξαγγελία των αντιασφαλιστικών μέτρων απ’ την κυβέρνηση σήμανε την έναρξη πολέμου με τους εργαζόμενους. Ο κόσμος δεν μπόρεσε να καταπιεί τη θρασύτητα με την οποία καλείται να πληρώσει την επί μισό αιώνα κλοπή των ασφαλιστικών ταμείων προς όφελος του κεφάλαιου. Δεν άντεξε την προοπτική της κατεδάφισης του ήδη ισχνού ελληνικού συστήματος και της νέας αναδιανομής του πλούτου εις βάρος του που ανερυθρίαστα προτείνεται. Δεν μπόρεσε να δεχτεί τη βέβαιη υποθήκευση των γηρατειών του μετά από 40 χρόνια προσφοράς στην κοινωνία με την εργασία του. Θύμωσε, έβαλε λουκέτο στα γραφεία και στα μαγαζιά και κατέβηκε στο δρόμο. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ανάμεσα στα πρότερα κακώς κείμενα που εγγράφηκαν στη συνείδησή του και η πρόσφατη τεράστιας κλίμακας μετακίνηση χρημάτων από την τσέπη του στους κεφαλαιούχους μέσω του Χρηματιστηρίου –παγκόσμιο ρεκόρ του ελληνικού δαιμόνιου.

Βασικό χαρακτηριστικό της αντίδρασης η αυθόρμητη ενότητα μπροστά στην απειλή. Για πρώτη φορά η κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσει και να εκμεταλλευτεί αντιθέσεις μεταξύ των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί δημιουργήθηκε η συνείδηση ότι τα μέτρα πλήττουν όλους και ότι δεν υπάρχουν «ώριμα» και «άγουρα» δικαιώματα.

Αυτή η ενότητα ήταν που ανάγκασε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση και υποχώρηση. Κερδήθηκε έτσι μία μάχη, όχι όμως ακόμη και ο πόλεμος. Η έκβαση θα κριθεί από τη διατήρηση της ενότητας και από τη διατύπωση μιας ενιαίας πρότασης από την πλευρά του κόσμου της εργασίας. Πρόταση που θα διαφυλάττει το δημόσιο και αναδιανεμητικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, στη βάση της αλληλεγγύης των γενεών, και που θα εξασφαλίζει πόρους για τη βιωσιμότητα του συστήματος απ’ αυτούς που τόσα χρόνια ωφελήθηκαν από την αφαίμαξη των Ταμείων.

Ο ίδιος κόσμος πρέπει να ξανασυναντηθεί στο δρόμο στην απεργία που έχει εξαγγελθεί για τις 17 Μάη με ένα αδιαπραγμάτευτο αίτημα: «ΔΩΣΤΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ». Και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες οφείλουν να μην κάνουν πίσω απ’ αυτό εκφράζοντας αυτούς που εκπροσωπούν και υποστηρίζοντας τα δίκια τους.

Όσον αφορά εμάς τους μηχανικούς, η κινητοποίηση της Πέμπτης 26 Απρίλη και το αποτέλεσμα που αυτή είχε είναι γεγονότα πολύ διδακτικά. Αποδεικνύουν πόσο ατελέσφορη είναι η διάσπαση των εργαζομένων και η οχύρωσή τους πίσω από τα διαφορετικά ασφαλιστικά συμφέροντά τους, αντιθέσεις που είναι μεν υπαρκτές, όχι όμως και άλυτες. Αποδεικνύουν επίσης πόσο η ηγεσία του ΤΕΕ έχει συνδράμει στα σχέδιά τους αυτούς που επιμένουν να καθορίζουν τις τύχες μας ερήμην μας, με την πρακτική της αναζωπύρωσης αυτών των αντιθέσεων, κάθε φορά που τείνει να διαμορφωθεί μια πρόταση κοινής αποδοχής για την υπεράσπιση και βελτίωση της ασφάλισής μας. Αυτή τη στιγμή δίνεται μια ευκαιρία στους μηχανικούς –ίσως η τελευταία-, μαζί με τους άλλους εργασιακούς χώρους, αλλά και ξεχωριστά, να εμποδίσουν την περαιτέρω συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους και την εγκατάλειψη των υψηλών ακόμη αποθεματικών του Ταμείου βορά στα σχέδια της κυβέρνησης που τα εποφθαλμιά. Είναι επίσης μια ευκαιρία να καταργηθεί ο ισχύων νόμος Σιούφα και να συγκροτηθεί μια πρόταση για την ασφάλιση δικαιότερη, χωρίς διαχωρισμούς των ασφαλισμένων σε παλιούς και νέους, με πρόνοια για τους ασθενέστερους και ικανοποιητική υγειονομική κάλυψη.

Στην πρόκληση αυτή θα ανταποκριθούν οι μηχανικοί ή για μια ακόμη φορά θα γίνουν υποχείρια μεθοδεύσεων;

Η σημερινή απερχόμενη ηγεσία του ΤΕΕ (που δεν λέει να απέλθει, αφού, παρότι έχει μπει ήδη στο 5ο έτος θητείας της(!!!), ανέβαλε την Αντιπροσωπεία που θα εκλέξει τη νέα διοίκηση για τις 19 Μάη, με το πρόσχημα του επικείμενου αποτελέσματος των δικαστικών προσφυγών) δεν αφήνει πολλές ελπίδες για μια θετική παρέμβασή της στο ζήτημα. Το βάρος λοιπόν πέφτει στους ώμους της βάσης των μηχανικών, που πρέπει να κινήσει διαδικασίες συνεννόησης στους κλαδικούς και τους άλλους φορείς, ώστε να σταθεί ο χώρος στο ύψος των περιστάσεων.

 

<<Αρχική Σελίδα