ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

 

Στα πανεπιστήμια και τους συλλογικούς επαγγελματικούς φορείς συντελείται τα τελευταία χρόνια μια ριζική μετάλλαξη που οδηγεί στη διάλυσή τους με τις μορφές που γνωρίσαμε ιστορικά. Το πανεπιστήμιο λειτούργησε μια χιλιετία διασφαλίζοντας τη σχετική αυτονομία της γνώσης από την εξουσία και την αγορά. Οι συλλογικοί φορείς των εργαζομένων, που απέκτησαν μεγάλη ισχύ μετά τον πόλεμο στο περιβάλλον του κράτους πρόνοιας και του κράτους δικαίου, ανέδειξαν από τη μια την εργασία ως κοινωνικό δικαίωμα και από την άλλη έδωσαν τη δυνατότητα να ελεγχθεί αυτή κοινωνικά με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον. Τα επαγγελματικά δικαιώματα προσδιορίστηκαν από αυτό το δίπολο.

Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός δεν προκαλεί μια απλή αναδιάρθρωση στο πανεπιστήμιο και τα επαγγέλματα. Επιδιώκει την ανατροπή ισχυρά θεμελιωμένων προσεγγίσεων τόσο της γνώσης όσο και της εργασίας, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις που θέτουν ακόμα και ανθρωπολογικό πρόβλημα.

Φιλοξενούμε σ’ αυτό το τεύχος ένα απόσπασμα από το άρθρο του διακεκριμένου πανεπιστημιακού και συνδικαλιστή Δημήτρη Χασάπη (Εφ. ΕΠΟΧΗ, 23/1/2005), με τίτλο «Διάλογος για την εμπορευματοποίηση της Παιδείας», που αναφέρεται στα παραπάνω θέματα. Στο θέμα της παιδείας και των επαγγελματικών δικαιωμάτων θα επανέλθουμε.

 

«Στην ανακοινωθείσα ημερήσια διάταξη των εργασιών του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, παρά τα διάφορα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους και διαφορετικής βαρύτητας ζητήματα, κυριαρχεί ένα και μόνο θέμα: η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και σύμφωνα με όλα τα δεδομένα το ζητούμενο για τις ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι ένα και μόνο: η μετατροπή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα και η δημιουργία μιας "αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών", η οποία θα επεκτείνει το πεδίο άσκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, και βέβαια τις δυνατότητες κερδοφορίας, της περιώνυμης ιδιωτικής "πρωτοβουλίας".

Σύμφωνα με την κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη πολιτική λογική, τα πάντα είναι ή πρέπει να γίνουν εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης. Για να γίνει, όμως, η εκπαίδευση εμπόρευμα απαιτείται μια αγορά στην οποία θα πωλείται και θα αγοράζεται με τη μορφή υπηρεσιών. Τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα παρέχουν οι εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, και θα αγοράζουν οι πελάτες, σύμφωνα με τις αξίες και τις πρακτικές της αγοράς καταβάλλοντας το αντίστοιχο τίμημα. Ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός χαρακτήρας των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων και των πελατών δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού αυτό που προέχει είναι η αγορά και η λειτουργία της. Στις αξίες της αγοράς περιλαμβάνεται η ποιότητα και η τιμή των υπηρεσιών και στις πρακτικές της αγοράς κυριαρχεί η διαφήμιση.

Υπό αυτούς τους όρους καλούνται να λειτουργήσουν στο πλαίσιο της αγοράς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και αυτούς τους όρους με διάφορες διατυπώσεις επαναλαμβάνουν τα τελευταία χρόνια οι θιασώτες του εκπαιδευτικού νέο-φιλελευθερισμού. Για να δημιουργηθεί, όμως, και να λειτουργήσει αποδοτικά, δηλαδή κερδοφόρα για τις επιχειρήσεις του είδους, μια αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και να μετατραπεί η εκπαίδευση από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα απαιτείται αφενός ένα ενιαίο σύστημα τυποποίησης των προσφερομένων υπηρεσιών με τη μορφή κύκλων και προγραμμάτων σπουδών, διδακτικών μονάδων και των άλλων σχετικών και αφετέρου ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο προώθησης και πώλησης των εκπαιδευτικών προϊόντων με κανόνες πιστοποίησης τίτλων σπουδών, αμοιβαίας αναγνώρισης διπλωμάτων και τα συναφή. Αυτόν ακριβώς το στόχο υλοποιεί ένα "σύστημα αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας" της ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο αποτελεί το πρώτο και ουσιαστικά μοναδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης του "διαλόγου για την παιδεία".

Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση προτάσσεται επειδή στην παρούσα συγκυρία αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής του εκπαιδευτικού νέο-φιλελευθερισμού επιτρέποντας στο πολιτικό αυτό σχέδιο να έχει έναν υπερεθνικό, ευρωπαϊκό σε πρώτη φάση, χαρακτήρα και να εμφανίζεται ως μια νομοτελειακού τύπου αναγκαιότητα. Στις νεοφιλελεύθερες επιλογές για τη μετάλλαξη της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα και τη δημιουργία εκπαιδευτικής αγοράς συμπίπτουν οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, οι κυβερνήσεις του οποίου είχαν επεξεργαστεί και με συνέπεια είχαν αρχίσει να υλοποιούν το αντίστοιχο πολιτικό σχέδιο.

Η σύμπτωση αυτή πιστοποιήθηκε στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την παιδεία, γεγονός που άναψε και το πράσινο φως για την έναρξη του "εθνικού διαλόγου", μέσα από τον οποίο επιδιώκεται η τελετουργική επικύρωση και η δημόσια επίδειξη αυτή της ομοφωνίας με στόχο την κοινωνική αποδοχή της ως "εθνικής" ανάγκης. Μια κοινωνική αποδοχή που δεν θα είναι εύκολη, χωρίς αντιστάσεις και χωρίς απώλειες για τα δύο μεγάλα κόμματα, αφού η εκπαίδευση στην ελληνική κοινωνία, και ιδιαίτερα η ανώτατη, είναι ιστορικά συσχετισμένη με προτάγματα του δημοκρατικού φιλελευθερισμού και της κοινωνικής ισότητας, αλλά και με στοιχεία του πολιτικού διαφωτισμού για τον κοινωνικό ρόλο της γνώσης και της μάθησης».

 

<<Αρχική Σελίδα