ΠΡΟΣ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Σ
Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
Της συνδικαλιστικής παράταξης με την επωνυμία «Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.
Κ
Α Τ Α
Της
εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την
επωνυμία «ΔΟΜΟΠΛΑΝ Εταιρεία
Περιορισμένης Ευθύνης», που εδρεύει
στην Αθήνα, οδός Μαυρομιχάλη 115 – 117, όπως
εκπροσωπείται νόμιμα.
-----------------
Συζητήθηκε
στις 22 Μαΐου 2002 ενώπιον του Δικαστηρίου
Σας η από 5.4.2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων
που άσκησαν οι αντίδικοι κατά της
συνδικαλιστικής μας παράταξης και κατά
του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (αρ.
εκθ. καταθ. δικογράφου 4081/2002). Η κρινόμενη
αίτηση είναι πολλαπλώς μη νόμιμη, αόριστη
και απολύτως αβάσιμη από νομική και
ουσιαστική άποψη, και πρέπει να
απορριφθεί.
Πριν προχωρήσουμε στην αντίκρουση
της κρινόμενης αίτησης παραθέτουμε
αμέσως κατωτέρω σύντομο ιστορικό της
υποθέσεως:
Ι.
Σύντομο Ιστορικό
1.
Η Οργάνωσή μας είναι συνδικαλιστική
παράταξη που δραστηριοποιείται στον χώρο
των Μηχανικών περισσότερο από είκοσι έτη,
και με σημαντική παρουσία στον
συνδικαλιστικό χώρο των Μηχανικών. Μέλη
της παράταξής μας έχουν επανειλημμένα
εκλεγεί στα αντιπροσωπευτικά Όργανα (Διοικητικά
Συμβούλια κ.λ.π.) τόσο των διαφόρων
Επαγγελματικών Σωματείων και Ενώσεων των
Μηχανικών διαφόρων ειδικοτήτων και
κατηγοριών, όσο και στο Τεχνικό
Επιμελητήριο της Ελλάδος, και
συμμετέχουν και σήμερα ενεργά σε όλες τις
δραστηριότητες του συνδικαλιστικού
κινήματος των μηχανικών.
2.
Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που
απασχολούν την Οργάνωσή μας και το
συνδικαλιστικό κίνημα των Μηχανικών
γενικότερα είναι τα προβλήματα που
δημιουργούνται από την απασχόληση
αλλοδαπών μηχανικών στον κατασκευαστικό
κλάδο.
Ιδιαίτερα
στην παρούσα φάση, εν όψει των Ολυμπιακών
Έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη και των
έργων του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου
Στήριξης, οι μεγάλες τεχνικές εταιρίες
μεθοδεύουν όλο και πιο συχνά την πρόσληψη
αλλοδαπών τεχνικών, προερχομένων από
χώρες με χαμηλά επίπεδα μισθών, τους
οποίους μισθοδοτούν με μισθούς επιπέδου
των χωρών προέλευσής τους και τους
απασχολούν υπό απαράδεκτες εργασιακές
συνθήκες (10ωρη ημερήσια εργασία, 6ημερη
εβδομαδιαία απασχόληση κ.λ.π., κ.λ.π.). Η
πρακτική αυτή έχει ως συνέπεια:
·
Την
υπερεκμετάλλευση των αλλοδαπών
συναδέλφων μας
·
Την ταυτόχρονη
υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας των
ελλήνων τεχνικών και την εξουδετέρωση
των διεκδικήσεών τους.
Η
δική μας αντίθεση στις πρακτικές αυτές
δεν έχει φυσικά ως στόχο τους αλλοδαπούς
συναδέλφους μας, για τους οποίους
διεκδικούμε την εφαρμογή στις εργασιακές
τους σχέσεις των μισθολογικών και
εργασιακών εν γένει ρυθμίσεων που έχουν
κατοχυρωθεί από τον Νόμο και τις
συλλογικές συμβάσεις για τους Έλληνες
τεχνικούς, αλλά την εργοδοσία, καθώς και
την κυβερνητική πολιτική της «ελαστικοποίησης»
της εργασίας που εξυπηρετεί τις
εργοδοτικές επιδιώξεις για μείωση του
μισθολογικού κόστους και αύξηση των
εργοδοτικών κερδών.
3.
Από τις αρχές και αντιλήψεις αυτές
απορρέει η ριζική αντίθεσή μας στις
δραστηριότητες μεσιτείας εργασίας
αλλοδαπών τεχνικών, σαν κι αυτές που
αναπτύσσει η αντίδικος.
Η δραστηριότητα της αντιδίκου, όπως
περιγράφεται απερίφραστα στο κείμενο –
αγγελία που διένειμε σε διάφορες
τεχνικές εταιρίες (σχετ. 1) εξυπηρετεί
άμεσα τις εργοδοτικές επιδιώξεις για
υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας στον
χώρο των μηχανικών και γι’ αυτό μας
βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετους.
Επιπλέον, η δραστηριότητα αυτή είναι απολύτως
παράνομη και ποινικά κολάσιμη :
Στο
κείμενό της η αντίδικος διαφημίζει
απροκάλυπτα ότι μεσολαβεί έναντι αμοιβής
(την οποία προσδιορίζει «με το κεφάλι»)
στην «εισαγωγή»
βουλγάρων μηχανικών και την απασχόλησή
τους από ελληνικές τεχνικές εταιρίες
στην Ελλάδα. Το κείμενο της αντιδίκου
αναφέρεται ρητά στην αμοιβή του «μεσάζοντα»,
και ο μάρτυς της αντιδίκου που εξετάσθηκε
ενώπιον του Δικαστηρίου Σας διευκρίνισε
ότι μεσάζων είναι η ίδια η αντίδικος, και
μάλιστα ισχυρίστηκε ότι η δήθεν «δυσφήμισή»
της εκ μέρους μας προκαλεί σημαντική
απώλεια κερδών που θα απεκόμιζε από την
δραστηριότητά της ως μεσάζοντος.
Όμως η μεσιτεία εργασίας, δηλαδή η
διαμεσολάβηση με αμοιβή στην εξεύρεση
εργασίας έχει απαγορευθεί στην Ελλάδα
από το 1931, με τον Ν. 5288/1931, και αποτελεί
έκτοτε πράξη ποινικά κολάσιμη (βλέπετε
σχετικά σχόλιο Κων. Βαλμαντώνη στην Εφ.Αθ.2059/1991
Ελλ.Δικ. 1993.92)
Εξ άλλου, πρόσφατα, με το άρθρ. 5 του Ν.
2639/1998, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 12 Ν.
2874/2000 επιτράπηκε σε ιδιώτες η ίδρυση «Ιδιωτικών
Γραφείων Συμβούλων Εργασίας», με
αντικείμενο την «εξεύρεση για λογαριασμό
του εργοδότη ορισμένων κατηγοριών θέσεων
εργασίας σε ημεδαπούς ή αλλοδαπούς». Από
το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών καθώς
και του Π.Δ. 160/1999 που εκδόθηκε σε εκτέλεσή
τους και με το οποίο ορίστηκαν οι όροι, οι
προϋποθέσεις και η διαδικασία για την
σύσταση και λειτουργία «Ιδιωτικών
Γραφείων Συμβούλων Εργασίας» προκύπτει
ότι για να είναι νόμιμη η άσκηση μιας
τέτοιας δραστηριότητας θα πρέπει να
συντρέχουν, μεταξύ άλλων, οι εξής
προϋποθέσεις:
(α)
Να έχει χορηγηθεί στον ασκούντα την
δραστηριότητα αυτή άδεια από τον
Υπουργό Εργασίας (άρθρ. 1 εδ. 2 Ν. 2639/1998 και
άρθρ. 2 παρ. 4 ΠΔ 160/1999)
(β)
Η δραστηριότητα να αφορά σε εξεύρεση
εργασίας σε ημεδαπούς ή αλλοδαπούς που
διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα (άρθρ. 2
παρ. 1 ΠΔ 160/1999). Δεν επιτρέπεται δηλαδή η
μεσολάβηση στην «εισαγωγή» αλλοδαπών
εργαζομένων από το εξωτερικό.
(γ)
Η δραστηριότητα της μεσολάβησης στην
εξεύρεση εργασίας πρέπει να αποτελεί το αποκλειστικό
αντικείμενο της δραστηριότητας των
φυσικών ή νομικών προσώπων που διατηρούν
«Ιδιωτικά Γραφεία Συμβούλων Εργασίας». (άρθρ.
2 παρ. 1 ΠΔ 160/1999).
Εν προκειμένω, η αντίδικος δεν πληροί καμιά
απολύτως από τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα:
(α)
Η αντίδικος δεν διαθέτει άδεια για
την ίδρυση και λειτουργία
«Ιδιωτικού Γραφείου Συμβούλων
Εργασίας», ούτε καν έχει υποβάλει σχετικό
φάκελο στην αρμόδια υπηρεσία του
Υπουργείου Εργασίας. Το γεγονός αυτό
βεβαιώνεται και στην υπ’ αριθ. Πρωτ.
30781-20.5.2002 βεβαίωση της αρμόδιας
Διεύθυνσης Απασχόλησης του Υπουργείου
Εργασίας (σχετ. 2).
(β)
Η δραστηριότητα την οποία διαφημίζει
η αντίδικος στο επίμαχο κείμενό της,
δηλαδή η «εξεύρεση επιστημονικού και
εργατικού δυναμικού από την Βουλγαρία»
που θα επιλέγεται από το
«Βουλγαρικό Τεχνικό Επιμελητήριο»
αφορά σαφέστατα Βούλγαρους τεχνικούς που
διαμένουν σήμερα μόνιμα στην Βουλγαρία,
και όχι, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρ.
2 παρ. 1 του Π.Δ. 160/1999, αλλοδαπούς που
διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρ. 19 του
Ν. 2910/2001 την οποία επικαλείται η αντίδικος
στην επίμαχη «αγγελία» της ρυθμίζει τις
προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να
χορηγηθεί σε αλλοδαπό άδεια εργασίας
στην Ελλάδα, και σε καμιά περίπτωση δεν
ρυθμίζει ή νομιμοποιεί δραστηριότητες
μεσιτείας εργασίας αλλοδαπών που δεν
διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα.
Σημειώνεται επίσης ότι τα «γραφεία
ευρέσεως εργασίας εξωτερικού» για τα
οποία γίνεται λόγος στις παρ. 2 και 3 της
διάταξης αυτής είναι υπηρεσίες του ΟΑΕΔ
και δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με
ιδιωτικές επιχειρήσεις μεσιτείας
εργασίας.
(γ)
Η αντίδικος δεν έχει ως αποκλειστικό
αντικείμενο της δραστηριότητάς της την
μεσολάβηση στην εξεύρεση εργασίας, όπως
απαιτείται ρητά από την διάταξη του άρθρ.
2 παρ. 1 ΠΔ 160/1999. Το αντίθετο ακριβώς
συμβαίνει: Όπως προκύπτει τόσο από το
αρχικό καταστατικό της αντιδίκου,
περίληψη του οποίου έχει δημοσιευθεί στο
υπ’ αριθ. 1452/4.4.1995 Φ.Ε.Κ. (τ. ΑΕ και ΕΠΕ) (σχετ.
3), όσο και από το ισχύον κωδικοποιημένο
καταστατικό της αντιδίκου (υπ’ αριθ.
1862/21.11.1997 συμβολαιογραφική πράξη της
συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης
Μπαμπλέκου – σχετ. 4), στους σκοπούς της
αντιδίκου περιλαμβάνονται πάσης φύσεως
τεχνικές, οικοδομικές, ξενοδοχειακές κ.λ.π.
δραστηριότητες, δεν περιλαμβάνεται όμως
η μεσολάβηση στην εξεύρεση εργασίας.
Προκύπτει λοιπόν κατά τρόπο μη
επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι η
δραστηριότητα που διαφημίζει η
αντίδικος με την επίμαχη «αγγελία» της
είναι απολύτως παράνομη.
Η δραστηριότητα αυτή είναι και ποινικά
κολάσιμη (βλ. Εφ.Αθ. 2059/1991 Ελλ.Δ. 1993.92, ΔΕΝ
1994.11, Ε.Εργ.Δ. 1993.936) αφού εμπίπτει στις
δραστηριότητες που τιμωρούνται με την
διάταξη του άρθρ. 20 παρ. 1 του Ν. 5288/1931, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 26 παρ. 4 του Ν.
1346/1983, η οποία διάταξη ορίζει τα εξής:
«Τιμωρείται
με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή
με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό
χιλιάδων (100.000) δραχμών όποιος διατηρεί
ιδιωτικό γραφείο ευρέσεως εργασίας ή μεσολαβεί
με αμοιβή στην εξεύρεση εργασίας σε
Έλληνες ή αλλοδαπούς για να απασχοληθούν
στην Ελλάδα»
Σημειώνουμε συμπληρωματικά και τα
εξής:
(α)
Στην επίμαχη «αγγελία» της η
αντίδικος, εκτός του ότι διαφημίζει
προκλητικά μια εμφανώς παράνομη
δραστηριότητα, χρησιμοποιεί και
παραπλανητικές μεθόδους για την προώθηση
της δραστηριότητας αυτής : Εμφανίζεται να
συνεργάζεται με έναν Οργανισμό ονόματι «Βουλγαρικό
Τεχνικό Επιμελητήριο», για το νομικό
καθεστώς του οποίου δεν δίδει καμιά
απολύτως επεξήγηση, δημιουργώντας την
εντύπωση στους παραλήπτες της «αγγελίας»
ότι το «Επιμελητήριο» αυτό έχει καθεστώς
όμοιο με το Τεχνικό Επιμελητήριο της
Ελλάδας, ότι είναι δηλαδή ένα Νομικό
Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που εκπροσωπεί
το σύνολο των μηχανικών της χώρας.
Όμως, η εντύπωση αυτή είναι
παραπλανητική:
Το Τ.Ε.Ε., το οποίο διατηρεί επίσημες
σχέσεις και έχει υπογράψει πρωτόκολλα
συνεργασίας με τους ομόλογους
Οργανισμούς των Βαλκανικών χωρών (όπως
και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
άλλων χωρών), δεν έχει τέτοιες σχέσεις με
το «Βουλγαρικό Τεχνικό Επιμελητήριο» (βλ.
το προσαγόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. 18.499/21.5.2002
έγγραφο του Τ.Ε.Ε. – σχετ. 5).
Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ο
φορέας αυτός είναι ένας καθαρά ιδιωτικός
φορέας που έχει συσταθεί στην Βουλγαρία, δεν
εκπροσωπεί το σύνολο των Βούλγαρων
Τεχνικών και το νομικό του καθεστώς δεν
έχει καμιά απολύτως σχέση με το νομικό
καθεστώς του Τ.Ε.Ε.
(β)
Η αντίδικος δηλώνει ως διεύθυνση της
έδρας της την διεύθυνση «Μαυρομιχάλη 115 –
117». Αναζητήσαμε τα γραφεία της αντιδίκου
στην παραπάνω διεύθυνση, και
διαπιστώσαμε με μεγάλη έκπληξη ότι το
όνομα της αντιδίκου δεν υπάρχει ούτε στην
είσοδο της πολυκατοικίας που υπάρχει
στην διεύθυνση αυτή ούτε στα κουδούνια
των διαμερισμάτων της! (βλέπετε
προσαγόμενες φωτογραφίες – σχετ. 6). Το
γεγονός αυτό είναι ασφαλώς
χαρακτηριστικό της ποιότητας της
δραστηριότητας της αντιδίκου, και
βεβαίως διαψεύδει τους ισχυρισμούς της
αντιδίκου περί «εντόνου και ευρείας
δραστηριότητάς της στον κλάδο των
κατασκευών» κ.λ.π.
4.
Όταν περιήλθε σε γνώση μας η επίμαχη «αγγελία»
της αντιδίκου, ενδιαφερθήκαμε αμέσως να
την σχολιάσουμε και να καταδικάσουμε τις
πρακτικές που περιγράφονται σ’ αυτήν.
Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον μας
αυτό ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, εν
όψει του σκοπού της συνδικαλιστικής μας
παράταξης, ως Οργάνωσης
δραστηριοποιούμενης στον χώρο του
συνδικαλισμού των τεχνικών και με σκοπό
των υπεράσπιση των συμφερόντων των
εργαζομένων του κλάδου μας.
Έτσι, προχωρήσαμε στην σύνταξη του
επιδίκου κειμένου, το οποίο δημοσιεύσαμε
τόσο στην σελίδα του ενημερωτικού
δελτίου του ΤΕΕ που φιλοξενεί τις απόψεις
της παράταξής μας, και το περιεχόμενο της
οποίας αποφασίζεται αποκλειστικά από την
παράταξή μας χωρίς καμιά παρέμβαση του
ΤΕΕ (σχετ. 7) όσο και στην ιστοσελίδα μας
στο Διαδίκτυο, το περιεχόμενο της οποίας
αποφασίζεται επίσης αποκλειστικά από την
παράταξή μας χωρίς καμιά παρέμβαση του
ΤΕΕ.
Οποιοσδήποτε αναγνώστης του επιδίκου
κειμένου, ακόμη και ο πλέον κακόπιστος,
διαπιστώνει αμέσως ότι το κείμενό μας δεν
εστιάζεται στο πρόσωπο της αντιδίκου,
αλλά επικρίνει την εργοδοτική πρακτική
της υπερεκμετάλλευσης των αλλοδαπών
εργαζομένων και την κυβερνητική πολιτική
της «ελαστικοποίησης» των εργασιακών
σχέσεων.
Πέρα
από την αναπαραγωγή της «αγγελίας» της
αντιδίκου και την πρώτη φράση της πρώτης
παραγράφου μετά από αυτήν, το επίδικο
κείμενο δεν αναφέρεται στην αντίδικο.
Πρόκειται για ένα κείμενο που προβάλλει
τις θέσεις της παράταξής μας σε σχέση με
τα ζητήματα που αναφέραμε παραπάνω.
Τέλος,
σε σχέση με την φράση «εταιρίες –
νταβάδες» σημειώνουμε τα εξής:
Η
έκφραση αυτή περιείχετο πράγματι στην
αρχική γραφή του κειμένου. Όταν όμως
δώσαμε το κείμενο αυτό για δημοσίευση στο
ενημερωτικό δελτίο του Τ.Ε.Ε. θεωρήσαμε
σκόπιμο να απαλείψουμε την λέξη «νταβάδες»,
αφ’ ενός για λόγους αισθητικής του
κειμένου και αφ’ ετέρου γιατί δεν θέλαμε
να υπάρξει και η παραμικρή πιθανότητα να
ερμηνευθεί το κείμενο ως ένα κείμενο
προσωπικής αντιδικίας με την αντίδικο
αλλά να διαβαστεί ως αυτό που είναι : Ένα
κείμενο που επικρίνει τις εργοδοτικές
πρακτικές της υπερεκμετάλλευσης των
αλλοδαπών εργαζομένων και την
κυβερνητική πολιτική της «ελαστικοποίησης»των
εργασιακών σχέσεων.
Όμως,
από παραδρομή, η διόρθωση αυτή δεν έγινε
στην ιστοσελίδα μας στο διαδίκτυο. Πάντως,
όταν αντιληφθήκαμε το σφάλμα αυτό,
απαλείψαμε την λέξη «νταβάδες» και από
την ιστοσελίδα μας στο διαδίκτυο και έτσι
το κείμενο αυτό υπάρχει σήμερα στην
ιστοσελίδα μας χωρίς την παραπάνω λέξη (βλ.
σχετική εκτύπωση – σχετ. 8)
5.
Τέλος, σε σχέση με την δημοσίευση της
απάντησης της αντιδίκου, σημειώνουμε τα
εξής:
Πράγματι, μετά την δημοσιοποίηση του
κειμένου μας ο νόμιμος εκπρόσωπος της
αντιδίκου Κωνσταντίνος Μαρίτσας
απέστειλε προς το Τ.Ε.Ε. (και όχι προς
την Οργάνωσή μας) επιστολή με τον τίτλο «Ανοικτή
επιστολή – απάντηση προς την «συσπείρωση
αριστερών μηχανικών» και προς το ΤΕΕ» (αρ.
πρωτ. ΤΕΕ 9083/12.3.2002). Στο κείμενο της
επιστολής αυτής δεν περιέχεται κανένα
αίτημα για δημοσίευσή της και συνεπώς δεν
ήταν σαφές εάν επιθυμούσε ο συντάκτης της
την δημοσίευσή της.
Σε κάθε περίπτωση, όπως
κατηγορηματικά κατέθεσε ο μάρτυς μας που
εξετάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, η
Οργάνωσή μας δεν έλαβε γνώση της
επιστολής αυτής όταν αυτή εστάλη προς
το ΤΕΕ. Για την ύπαρξή της
πληροφορηθήκαμε για πρώτη φορά από την
ένδικη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
Όταν λάβαμε γνώση
της επιστολής αυτής, την καταχωρήσαμε
στην ιστοσελίδα μας στο διαδίκτυο, μαζί
με την δεύτερη από 16.5.2002
επιστολή του νομίμου εκπροσώπου του
αντιδίκου (η οποία απεστάλη μετά την
άσκηση της ενδίκου αιτήσεως ασφαλιστικών
μέτρων και η οποία περιέχει ρητά αίτημα
για δημοσίευση) και μαζί με την επιστολή
του «Βουλγαρικού Τεχνικού Επιμελητηρίου»
που συνόδευε την δεύτερη παραπάνω
επιστολή (σχετ. 10). Η δημοσίευση των
απαντήσεων αυτών βεβαιώθηκε από τον
εξετασθέντα μάρτυρά μας και
αποδεικνύεται από τις προσαγόμενες
εκτυπώσεις από την ιστοσελίδα μας στο
διαδίκτυο με ημερομηνία 20.5.2002 (σχετ. 11).
Όπως μας πληροφόρησε εξ άλλου και η
αρμόδια υπηρεσία του Τ.Ε.Ε. με την υπ’
αριθ. πρωτ. 18975/2002 επιστολή της (σχετ. 12), οι
ανωτέρω επιστολές της αντιδίκου έχουν
ήδη αποσταλεί στο τυπογραφείο και θα
δημοσιευθούν στο Ενημερωτικό Δελτίο του
Τ.Ε.Ε.
ΙΙ.
Αντίκρουση της αίτησης των
αντιδίκων
Από τα παραπάνω προκύπτει κατά τρόπο
μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι η
κρινόμενη αίτηση της αντιδίκου είναι
πολλαπλώς μη νόμιμη και νομικά και
ουσιαστικά απολύτως αβάσιμη.
Συγκεκριμένα:
1.
Αοριστία της
ενδίκου αιτήσεως
Στο
δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής της η
αντίδικος εκφράζει κατά τρόπο γενικόλογο
και αόριστο παράπονα για δήθεν «συκοφαντικούς
και ειρωνικούς ισχυρισμούς» που
περιέχονται στο επίδικο κείμενό μας, για
δήθεν «αυθαίρετες πληροφορίες» που
βλάπτουν την «επαγγελματική φήμη» της κ.λ.π.,
χωρίς όμως να προσδιορίζει ούτε κατά
προσέγγιση (με εξαίρεση την λέξη «νταβάδες»
για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω) σε
ποια συγκεκριμένα σημεία και σε ποιες
συγκεκριμένες περικοπές του κειμένου μας
αναφέρεται.
Επιπλέον,
με το αιτητικό της κρινόμενης αίτησής της,
και πέραν από το γενικό και αόριστο (και
για τον λόγο αυτό ανεπίδεκτο δικαστικής
εκτιμήσεως) αίτημα της «άρσεως της
προσβολής και παραλείψεως αυτής στο
μέλλον», η αντίδικος δεν προβάλλει κανένα
απολύτως αίτημα που να στρέφεται
εναντίον μας.
Υπό
τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση της
αντιδίκου είναι απορριπτέα ως αόριστη
και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως.
2.
Έλλειψη
κατεπείγοντος
Αποδείξαμε
ήδη ότι η λέξη «νταβάδες», η οποία
αποτελεί και την μοναδική συγκεκριμένη
αιτίαση που προβάλλει κατά του κειμένου
μας η αντίδικος, δεν περιλήφθηκε ποτέ
στην δημοσίευση του κειμένου μας στο
Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ (τούτο
συνομολογείται εξ άλλου από την αντίδικο).
Αποδείξαμε
επίσης ότι η λέξη αυτή, η οποία είχε
παραμείνει, από παραδρομή, στο ίδιο
κείμενο όπως καταχωρήθηκε στην
ιστοσελίδα μας στο διαδίκτυο, έχει ήδη
απαλειφθεί και από το κείμενο αυτό.
Τέλος,
αποδείξαμε ότι η απάντηση του νομίμου
εκπροσώπου της αντιδίκου στο κείμενό μας
ούτε περιήλθε σε γνώση της Οργάνωσής μας
πριν από την άσκηση της ενδίκου αιτήσεως,
ούτε περιείχε αίτημα δημοσιεύσεώς της,
καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, η
απάντηση αυτή, καθώς και η δεύτερη
απαντητική επιστολή που έστειλε η
αντίδικος μετά την άσκηση της ενδίκου
αιτήσεως, αλλά και η απάντηση του «Βουλγαρικού
Τεχνικού Επιμελητηρίου» έχουν ήδη
καταχωρηθεί στην ιστοσελίδα μας στο
διαδίκτυο και πρόκειται να δημοσιευθούν
και στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ.
Επισημαίνομε,
επιπλέον, ότι, όπως βεβαιώθηκε από τον
εξετασθέντα μάρτυρα του Τ.Ε.Ε., το υπ’
αριθ. 2189/4.3.2002 τεύχος του Ενημερωτικού
Δελτίου του Τ.Ε.Ε. στο οποίο είχε
δημοσιευθεί το επίδικο κείμενό μας έχει
προ πολλού παύσει να κυκλοφορεί, και
συνεπώς το αίτημα της αντιδίκου να
αποσυρθεί το τεύχος αυτό από την
κυκλοφορία (εκτός του ότι είναι απολύτως
αβάσιμο) προβάλλεται και αλυσιτελώς.
Υπό
τα ανωτέρω δεδομένα, δεν συντρέχει κανείς
απολύτως κατεπείγων λόγος για την λήψη
οποιωνδήποτε ασφαλιστικών μέτρων εις
βάρος μας, και η αίτηση της αντιδίκου
είναι για τον λόγο αυτό απορριπτέα.
3.
Αβάσιμη η
ένδικη αίτηση
Σε
κάθε περίπτωση, η ένδικη αίτηση είναι
νομικά και ουσιαστικά απολύτως αβάσιμη,
για τους εξής λόγους:
(α)
Όπως παγίως νομολογείται, για να
στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε αξίωση από
φερόμενα «προσβλητικά» δημοσιεύματα
απαιτείται, μεταξύ άλλων να συντρέχει «ειδικός
σκοπός εξυβρίσεως ή δυσφημίσεως» στο
πρόσωπο του συντάκτη των φερομένων ως
προσβλητικών δημοσιευμάτων (ΑΠ 167/2000 Ελλ.Δ.
2000.777, ΝοΒ 2001.247)
Εν προκειμένω αποδείξαμε ότι σκοπός
της σύνταξης και δημοσίευσης εκ μέρους
μας του επιδίκου κειμένου δεν ήταν,
φυσικά, η «εξύβριση» της αντιδίκου, αλλά η
καταγγελία της εργοδοτικής πρακτικής της
υπερεκμετάλλευσης των αλλοδαπών
εργαζομένων και της κυβερνητικής
πολιτικής της «ελαστικοποίησης» των
εργασιακών σχέσεων.
Αποδείξαμε, επιπλέον, ότι η λέξη «νταβάδες»
ουδέποτε δημοσιεύθηκε στο Ενημερωτικό
Δελτίο του ΤΕΕ, και ότι περιελήφθη από
παραδρομή στο κείμενο που καταχωρήθηκε
στην ιστοσελίδα μας, από το οποίο έχει ήδη
απαλειφθεί.
Συνεπώς, δεν συντρέχει εν προκειμένω
«ειδικός σκοπός εξυβρίσεως» σε σχέση με
το επίδικο δημοσίευμα, και οι αξιώσεις
που προβάλλει η αντίδικος είναι
απορριπτέες ως αβάσιμες.
(β)
Σε κάθε περίπτωση είναι αδιανόητο
να θεωρείται «παράνομη» ή «προσβλητική»
η κριτική, από συνδικαλιστική οργάνωση,
έστω και με οξύτατες εκφράσεις,
δραστηριοτήτων και πρακτικών οι οποίες
είναι ΚΑΙ απολύτως παράνομες και
ποινικά κολάσιμες ΚΑΙ κατάφωρα
αντίθετες προς τα συμφέροντα των
εργαζομένων, τα οποία μια
συνδικαλιστική οργάνωση υπερασπίζεται.
Παγίως νομολογείται ότι σε περίπτωση
φερομένων «προσβλητικών» δημοσιευμάτων,
αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως
όταν η σύνταξη και δημοσίευσή τους
γίνεται «χάριν προστασίας δικαιώματος ή
από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον» (άρθρ.
367 παρ. 1 Π.Κ. – βλ. Μ.Π.Α. 2753/1987 Ελλ.Δ. 1988.184).
Εν προκειμένω, και υπό την εκδοχή ότι
υπήρξε οποιαδήποτε προσβολή της
αντιδίκου από το επίδικο κείμενο (πράγμα
το οποίο, όπως αποδείξαμε, δεν ισχύει) και
πάλι οι αξιώσεις που προβάλλει η
αντίδικος είναι απολύτως αβάσιμες διότι
η οξεία κριτική που εμπεριέχει η φερόμενη
ως «προσβλητική» διατύπωσή του έγινε από
λόγους δικαιολογημένου ενδιαφέροντος
και για την διαφύλαξη νομίμων
δικαιωμάτων.
Το συνδικαλιστικό κίνημα υπήρξε
ανέκαθεν αντίθετο και εξακολουθεί να
ασκεί οξεία κριτική σε
δραστηριότητες όπως η μεσιτεία εργασίας,
ακόμη και στην νόμιμη μορφή της, αλλά και
σε παρόμοιες δραστηριότητες όπως ο «δανεισμός»
ή η «ενοικίαση» εργαζομένων κ.λ.π. Οι
δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται
συχνά στα κείμενα των συνδικαλιστικών
οργανώσεων ως «δουλεμπόριο» και
αντιμετωπίζουν την έντονη αποδοκιμασία
και καταδίκη εκ μέρους ενός ευρύτατου
φάσματος συνδικαλιστικών οργανώσεων (βλέπετε
ενδεικτικά προσαγόμενα ανακοίνωση με τον
τίτλο «Ενοικίαση εργαζομένων –
δουλεμπόριο» από συνδικαλιστικές
κινήσεις εργαζομένων του ΟΤΕ, της Εθνικής
Τράπεζας, των Αεροπορικών Εταιριών, των
ΟΤΑ και του κλάδου της Υγείας, ανακοίνωση
και δελτίο τύπου της «Αγωνιστικής
Συσπείρωσης Εργαζομένων ΟΤΕ», καθώς και
δημοσίευμα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης»
της 26.1.2001 - σχετ. 13 - 16). Είναι ενδεικτικό
ότι σε σχέση με το ειδικότερο ζήτημα της
νομιμοποίησης της μεσιτείας εργασίας, η Γ.Σ.Ε.Ε.
έχει διατυπώσει ισχυρότατες επιφυλάξεις
(βλέπετε την προσαγόμενη από 3.2.1999
επιστολή της ΓΣΕΕ προς τον κ. Υπουργό
Εργασίας – σχετ. 17 – η οποία αναφέρεται
στο (εν σχεδίω τότε) ΠΔ 160/1999). Εξ άλλου και
τα σωματεία του κλάδου μας αποδοκιμάζουν
έντονα τις δραστηριότητες μεσιτείας
εργασίας που αναπτύσσονται στον χώρο των
τεχνικών (βλέπετε σχετικά την από 21.5.2002
απόφαση του «Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών»
- σχετ. 18)
Αν η οξεία κριτική των δραστηριοτήτων
αυτών, στις νομιμοφανείς ή και νόμιμες
εκφάνσεις τους είναι συνηθέστατη στην
συνδικαλιστική πρακτική και απολύτως
δικαιολογημένη, είναι πολλαπλασίως
δικαιολογημένη η οξεία κριτική και
έντονη καταδίκη των δραστηριοτήτων αυτών
όταν ασκούνται εκτός του νομοθετημένου
πλαισίου, κατά τρόπο απολύτως παράνομο
και ποινικά κολάσιμο.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και
παρατάξεις, οι οποίες είναι ταγμένες
στην υπεράσπιση των συμφερόντων των
εργαζομένων έχουν όχι μόνο το δικαίωμα
αλλά και την υποχρέωση να ασκούν οξεία
κριτική στους «επιτηδείους» εκείνους
(κατά την επιτυχή έκφραση του Κ.
Βαλμαντώνη στο σχόλιό του στην Εφ.Αθ.
2059/1991 Ελλ.Δ. 1993.92) οι οποίοι «εκμεταλλεύονται
την ανάγκη για εξεύρεση εργασίας και
παρέχουν τις υπηρεσίες τους με αμοιβή,
άλλοι απροκάλυπτα (....) και άλλοι επ’
ευκαιρία άσκησης μιας νόμιμης
δραστηριότητας»(Κ. Βαλμαντώνης οπ.παρ.)
Αποδείξαμε ήδη ότι η αντίδικος, με την
επίμαχη «αγγελία» της διαφήμισε απροκάλυπτα
την παράνομη και ποινικά κολάσιμη
δραστηριότητά της ως μεσολαβητή στην
εξεύρεση εργασίας, και συνεπώς η Οργάνωσή
μας, ως συνδικαλιστική παράταξη που
υπερασπίζεται τα συμφέροντα των
εργαζομένων τεχνικών, εδικαιούτο και
όφειλε να της ασκήσει οξύτατη κριτική για
την δραστηριότητά της αυτή.
Συνεπώς, για όλους τους παραπάνω
λόγους, οι αξιώσεις που προβάλλει η
αντίδικος με την ένδικη αίτησή της είναι
απολύτως αβάσιμες και η κρινόμενη αίτηση
είναι απορριπτέα.
Επειδή αρνούμαστε και πάλι την αίτηση,
το σημείωμα και τους ισχυρισμούς της
αντιδίκου στο σύνολό των.
Για
τους παραπάνω λόγους
Ζ
Η Τ Ο Υ Μ Ε
Να
απορριφθεί η αίτηση της αντιδίκου και
Να
καταδικασθεί η αντίδικος στην δικαστική
μας δαπάνη.
Αθήνα,
27 Μαΐου 2002
Ο
Πληρεξούσιος Δικηγόρος