Προς το Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ

Παρακαλούμε να δημοσιεύσετε στην ίδια θέση και με τα ίδια στοιχεία την απάντηση της Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών στην επιστολή της Ζωής Γεωργίου με τίτλο «Οι γυναίκες στο Αφγανιστάν» που δημοσιεύσατε στο τεύχος 2177 του Ε.Δ. ΤΕΕ

Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 2001

Συσπείρωση Αριστερών Μηχανικών

 

Όταν οι γυναίκες στο Αφγανιστάν γίνονται αφορμή επιθέσεων στην Ελλάδα

 

            Σε περίοπτη θέση φιλοξένησε το δελτίο του ΤΕΕ, τεύχος 2177 (3/12/2001), την επιστολή-καταγγελία της Ζωής Γεωργίου, χημικού μηχανικού, εκ μέρους του ελληνικού τμήματος του Φόρουμ Αριστερών Φεμινιστριών, κατά της Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών.

            Δεν μας εκπλήσσει καθόλου η θετική διάκριση στη μεταχείριση του κειμένου, γιατί οι κυρίαρχοι κύκλοι του ΤΕΕ μας θεωρούν αντίπαλη παράταξη που παρεμβαίνει για πολλά χρόνια, σταθερά, από θέση αριστερής αντιπολίτευσης στο Τεχνικό Επιμελητήριο.

            Αντίθετα, μας εκπλήσσει η παραδρομή που γίνεται από την υπογράφουσα το κείμενο στην επαγγελματική της ιδιότητα -η Ζωή Γεωργίου είναι αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός και όχι χημικός μηχανικός- και η απόσυρση του ονόματος της Σίσυς Βωβού, το πιθανότερο επειδή δεν είναι μηχανικός, συνυπογράφουσας αρχικά την επιστολή που μας κοινοποίησε, πριν δημοσιευτεί, το Ενημερωτικό Δελτίο. Κατανοούμε ότι ο πληθυντικός της επιστολής έχει μείνει απ΄ αυτήν τη διπλή αρχική υπογραφή.

            Μας εκπλήσσει, επίσης, η εμπλοκή του Φόρουμ Αριστερών Φεμινιστριών, οργάνωσης που κατά τεκμήριο πρέπει να αγνοεί τις δραστηριότητες της Συσπείρωσης -αν όχι και την ύπαρξη της-, κυρίως όμως μας αφήνει εμβρόντητους και εμβρόντητες το περιεχόμενο και το ύφος της καταγγελίας. Πολύ περισσότερο που η συντάκτριά της υπήρξε υποψήφια της Συσπείρωσης, απομακρύνθηκε και εντάχθηκε σε άλλη παράταξη -πράγμα που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά της-, χωρίς όμως να κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει ή τουλάχιστον να μας ενημερώσει για την επιλογή της. Θέλουμε να πούμε ότι η Ζωή Γεωργίου μας έχει συνηθίσει στην εξ’ αποστάσεως επικοινωνία, η οποία τώρα παίρνει τη μορφή μιας απρόκλητης καταγγελίας.

            Στο μικρό, δυστυχώς, κόσμο της αριστεράς που ανήκει η Συσπείρωση, αλλά και στο Φόρουμ, γνωριζόμαστε όλοι και όλες από πρώτο χέρι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αγνοήσουμε τις συκοφαντικές βαναυσότητες του κειμένου, απλούστατα γιατί κανείς δεν πιστεύει -ίσως ούτε καν η υπογράφουσα- ότι η Συσπείρωση «ρίχνει βόμβες κυνισμού». Δεν θα το κάνουμε, όχι για να γίνουμε συνήγοροι του εαυτού μας, αλλά για να θέσουμε δημόσια ορισμένα σημαντικά θέματα που εγείρει το κείμενο και που αφορούν την ιδεολογία και τις πρακτικές αριστερών οργανώσεων και ατόμων.

            Πρώτα απ’ όλα σπεύδουμε να δηλώσουμε ότι δεν πιστεύουμε στο αλάθητο του Πάπα, λόγω δεδηλωμένης αθεΐας και ότι διαθέτουμε μεγάλα αποθέματα ευγένειας και κατανόησης απέναντι στα λάθη των άλλων και τα δικά μας.

            Κάλλιστα η αναφορά στις γυναίκες του Αφγανιστάν στο κείμενο της Συσπείρωσης, που γράφεται για να καταγγείλει την υποκρισία των ΜΜΕ και την κατασκευή μίας ψευδούς εικόνας της πραγματικότητας, μπορεί πράγματι να παρεξηγηθεί και από έναν καλοπροαίρετο αναγνώστη. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, άλλωστε, ο συντάκτης του κειμένου σπεύδει να καταδικάσει τους Ταλιμπάν για τις πρακτικές τους απέναντι στις γυναίκες, παρότι, από τις 11-9-2001 και μετά, τα κείμενά μας στο δελτίο του ΤΕΕ και τα αποσπάσματα από το άρθρο της Ροσάνα Ροσάντα στην Εποχή, που αναδημοσιεύσαμε, δεν αφήνουν αμφιβολίες για τις θέσεις μας.

Ανάμεσα όμως σε μια προβληματική διατύπωση και στο περιεχόμενο της καταγγελίας μεσολαβεί (ιδεολογική) άβυσσος, που διαχωρίζει τη δημοκρατική παράδοση και το αξιακό περιεχόμενο της δράσης και των θέσεων της Συσπείρωσης από ένα σύστημα αναφοράς, το οποίο επιτρέπει βολές όπως αυτές της επιστολής.

Η συντάκτρια ή συντάκτριες του κειμένου μπορούσαν να κάνουν δύο απλά πράγματα: να στείλουν επιστολή επισήμανσης-διαμαρτυρίας στη Συσπείρωση και να συνεργαστούν μαζί της -και με άλλες, ενδεχομένως, παρατάξεις-, για να ενημερώσουμε από κοινού τους αναγνώστες/στριες του Ενημερωτικού Δελτίου για την κατάσταση των γυναικών στο Αφγανιστάν, στο πλαίσιο της καμπάνιας που γίνεται πανευρωπαϊκά, και την οποία με τις μικρές μας δυνάμεις θέλουμε ειλικρινά να στηρίξουμε.

Αντ’ αυτού πρόκριναν τη μέθοδο του δημόσιου στιγματισμού. Γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις, ιστορικές και σύγχρονες, τις πρακτικές αναζήτησης του εσωτερικού εχθρού και την περίσσεια μίσους και φανατισμού κατά ανθρώπων που διεξάγουν παράλληλους αγώνες. Αυτές οι συμπεριφορές μάς είναι όμως αποκρουστικές και -θέλουμε να πιστεύουμε- καταδικασμένες στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, της αριστεράς. Παρ’ όλ’ αυτά είδαμε ν’ αναβιώνουν αντιλήψεις περί προδοτών και αποδιοπομπαίων τράγων.

Μας ενοχλεί, επίσης, βαθύτατα ο μεσσιανισμός της επιστολής, γιατί αποτελεί συντηρητική προσέγγιση του κόσμου. Κανείς και καμιά δεν διαθέτει «εξ’ οφίτσιο» την εντολή υπεράσπισης τόσο των γυναικών, όσο και καμιάς άλλης μεγάλης υπόθεσης και -πολύ περισσότερο- δεν έχει τη δεδηλωμένη της φεμινιστικής ευαισθησίας, την αποκλειστικότητα ή την ιδιοκτησία του γυναικείου κινήματος.

Ακριβώς ο πλουραλισμός των κινημάτων, που επικαλείται η επιστολή, επιβάλλει, για να ισχύσει πραγματικά, την αλληλεγγύη μέσα στη διαφορά και την οριοθέτηση των συγκρούσεων στο πλαίσιο των δημοκρατικών κανόνων ευπρέπειας. Το όπλο παρά πόδα κατά εχθρών και φίλων αδιακρίτως, οι πρακτικές «σε περιμένω στη γωνία για να σε καταγγείλω με πρώτη ευκαιρία», δεν συγκροτούν υπόβαθρο πλουραλιστικής συνύπαρξης, αλλά λογικές εξαφάνισης του υποτιθέμενου αντίπαλου.

Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι έχουμε καταθέσει επανειλημμένα τη συμβολή μας στην υπόθεση της ανθρώπινης και γυναικείας χειραφέτησης, όχι μόνο γενικά, αλλά και συγκεκριμένα μέσα στη Συσπείρωση. Όπως αποδεικνύει έρευνα του ΤΕΕ αποτελούμε (δυστυχώς) εξαίρεση παράταξης που έχει κατακτήσει την ισότιμη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στη δημόσια παρουσία της. Και εσωτερικά όμως λειτουργούμε ισότιμα, συντροφικά και με σεβασμό της διαφορετικότητας ή της διαφοράς.

Αλλά και έτσι να μην ήταν, με πιο δικαίωμα η συντάκτρια ή συντάκτριες του κειμένου μας καταλογίζουν τα παρακάτω απίστευτα: υποβάθμιση του προβλήματος των γυναικών του Αφγανιστάν στο όνομα μιας αντιπολεμικής συσπείρωσης, απόκρυψη των δικαιωμάτων των γυναικών για να εξυπηρετήσουμε κάποιες δήθεν σπουδαιότερες στρατηγικές του αριστερού κινήματος, ολοφάνερη φαλλοκρατική αντίληψη, διαστρέβλωση όπως κάνει και ο Μπους των γεγονότων, προσπάθεια να μετριάσουμε την αγανάκτηση για τη δημόσια εκτέλεση της Αφγανής γυναίκας, αναγνώριση των αποφάσεων των δικαστηρίων των Ταλιμπάν, απουσία στοιχειώδους ενδιαφέροντος για τους πενταετείς αγώνες των γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων, πλήρη άγνοια των συνθηκών στο Αφγανιστάν.

Με πιο δικαίωμα μας εξισώνουν από θέσεις ιεροεξεταστών με τους πολεμοκάπηλους, γιατί αντίστροφα απ’ αυτούς σχετικοποιούμε και απαλύνουμε τον πόλεμο των Ταλιμπάν εναντίων των γυναικών;

Από πού αντλούν το θάρρος -για ν’ ακριβολογούμε, θράσος- να μας απευθύνουν, δίκην τελικής ριπής εκτελεστικού αποσπάσματος, σε δημόσιο χώρο την κατηγορία ότι ρίχνουμε βόμβες κυνισμού ως άλλοι Μπους;

Είναι προφανές από τα ίδια τα λόγια τους ότι η συντάκτρια ή οι συντάκτριες του κειμένου δεν μιλούν τη γλώσσα της κριτικής, αλλά αυτήν του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Πώς να πιστέψουμε λοιπόν ότι πονούν για τα δεινά των δυστυχισμένων γυναικών του Αφγανιστάν, όταν δεν ξέρουν ν’ απευθύνουν το λόγο ούτε στους διπλανούς τους, άνδρες και γυναίκες;

Εν πάση περιπτώσει, για τα αισθήματά τους δεν μας πέφτει λόγος. Αυτό που αφορά τη Συσπείρωση είναι το γράμμα και το πνεύμα της επιστολής, την οποία, ακριβώς γιατί δεν αδικήσαμε ποτέ κανέναν -ούτε τους αντιπάλους μας-, επιστρέφουμε στις συντάκτριές της ως απαράδεκτη. Για τους ίδιους λόγους δεν πρόκειται να επανέλθουμε στο θέμα.

<<Αρχική Σελίδα