Ο ρόλος των μηχανικών στον κρατικό μηχανισμό και οι αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια

 (Εισήγηση του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, Αρχιτέκτονα Μηχανικού, που παρουσιάστηκε στο 1ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο της Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ την Πέμπτη 9-6-2005)

 

1. Η κοινωνία και οι μηχανικοί του δημοσίου

Η Ελληνική κοινωνία δεν έχει καλή γνώμη για τους μηχανικούς του δημοσίου, αλλά και για τους μηχανικούς γενικότερα. Και σε μεγάλο βαθμό έχει δίκιο. Η εικόνα των μηχανικών του δημοσίου προσδιορίζεται κυρίως από τις σχέσεις του πολίτη με το κράτος και την συναλλαγή μαζί του. Το συνδικαλιστικό μας κίνημα δεν έχει διαμορφώσει πολιτικές που να καταγράφουν στην κοινωνία μια άλλη εικόνα για τον κλάδο μας και να δημιουργούν τις βάσεις για ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες.

Η πρώτη προϋπόθεση για να υπάρξουν τέτοιες πολιτικές είναι να μην κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα, αλλά να παραδεχτούμε ότι είναι πραγματικό και ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Αυτή η στάση όμως δημιουργεί, εκτός των άλλων, και εσωτερικό μέτωπο στο χώρο των μηχανικών του δημοσίου. Θα πρέπει να μιλήσουμε αυτοκριτικά για τους «ρόλους» που αναλαμβάνουμε αλλά και τις «θέσεις» που κατέχουμε στην λειτουργία του δημόσιου τομέα. Και τότε είμαστε αναγκασμένοι να αναδείξουμε εκείνα τα χαρακτηριστικά του «έργου» μας, που συνήθως είναι κυρίαρχα και δεν αφορούν την «επιστήμη» και το πτυχίο μας αλλά κρατικές δραστηριότητες και κυβερνητικές πολιτικές. Ισχύει πράγματι η ρύση: οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις. Έμπρακτη απόδειξη για το ποια ακριβώς τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ρόλου μας, αποτελούν τα κριτήρια επιλογής και οι διαδικασίες αναρρίχησης στην διοικητική ιεραρχία. Και είναι γνωστό σε όλους πόσο μετράει το προσόν του άξιου επιστήμονα μηχανικού για να γίνεις διευθυντής σε τεχνική υπηρεσία. Ποιος όμως σήμερα είναι διατεθειμένος να ανοίξει τέτοια μέτωπα;

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση ενός έγκυρου και τεκμηριωμένου λόγου που θα απευθύνεται στην κοινωνία για ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με την εργασίας μας, αυτονομημένου από κρατικές και κυβερνητικές πολιτικές. Αν και τέτοιες ευκαιρίες υπάρχουν πολλές, ελάχιστες είναι οι φορές που έχουμε απευθυνθεί στην κοινωνία με τέτοιο τρόπο. Τι γνωρίζει ο πολίτης για το τι λένε οι μηχανικοί του δημοσίου για τα μεγάλα έργα, για τις επιπτώσεις των Ολυμπιακών αγώνων, για τις ΣΔΙΤ, για τις πολιτικές που αναφέρονται στο περιβάλλον; Πότε είδε τους μηχανικούς του δημοσίου να εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αντιλαϊκές κυβερνητικές επιλογές; Και αν κάποτε η ΕΜΔΥΔΑΣ αναδείκνυε -έστω και αποσπασματικά- ζητήματα προς αυτή την κατεύθυνση, σήμερα κινείται σε αντίθετη πορεία. Στο πρόσφατο 8ο Συνέδριο μάλιστα καταψηφίστηκαν όλα τα ψηφίσματα που κατατέθηκαν για παρόμοια θέματα από την πλειοψηφία που διαμόρφωσε η συμμαχία ΠΑΣΚ–ΔΚΜ.

Σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα των μηχανικών του δημοσίου στέφεται όλο και περισσότερο σε ένα στείρο συντεχνιασμό που μας απομονώνει από τον πιο βασικό μας σύμμαχο, την κοινωνία.

 

2. Η «συμβολή των μηχανικών στην ανάπτυξη» και η «ανάγκη αναβάθμισης των τεχνικών υπηρεσιών»

Τα ζητήματα αυτά αποτελούν εδώ και χρόνια τις αιχμές της πολιτικής του συνδικαλιστικού μας κινήματος. Απευθύνονται προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις για να τις πείσουμε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος μας, στην ανάπτυξη της χώρας αλλά και στις λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού. Δυστυχώς όμως, οι κυβερνήσεις όχι μόνον δεν πείθονται, αλλά εφαρμόζουν πολιτικές που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Μήπως νομίζουμε ότι το κράτος και οι κυβερνήσεις δεν γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει και περιμένουν εμάς να τους το πούμε; Μάλλον το ανάποδο συμβαίνει. Και εμείς κατά βάθος το ξέρουμε αυτό, απλά δεν τολμάμε να το παραδεχτούμε ανοικτά. Γι’ αυτό έχουμε κατασκευάσει ένα καλό παραμύθι που κυριαρχείται από το ιδεολογικό στίγμα του «εκσυγχρονισμού» και των «θετικών προτάσεων» νομίζοντας ότι έτσι κρατάμε τις πόρτες ανοικτές για ένα διάλογο με τον αντίπαλο. Πρωταγωνιστές αυτού του παραμυθιού είναι η «ανάπτυξη» και η «αναβάθμιση», καραμέλες που τις πιπιλίζουμε συνέχεια. Όμως διάλογος δεν υπάρχει. Και συνδικαλιστικά είμαστε αναγκασμένοι να διεκδικούμε τα στοιχειώδη και προφανή, όπως το να προΐσταται μηχανικός σε μια τεχνική υπηρεσία.

Μήπως έφτασε η στιγμή να προβληματιστούμε πιο σοβαρά για αυτά τα ζητήματα; Αν κάποτε αποτελούσαν πεδίο συνδικαλιστικής διεκδίκησης, σήμερα δυστυχώς είναι απλά ιδεολογήματα που λειτουργούν στην κατεύθυνση μιας πλαστής ενοποίησης της κοινωνικής κατηγορίας των μηχανικών δημοσίου, μιας κατηγορίας εργαζομένων που οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της όλο και περισσότερο μεγαλώνουν.

Οι αλλαγές που έχουν σημειωθεί είναι τρομακτικές, και η ψαλίδα ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες μηχανικών έχει μεγαλώσει. Αλλά και οι ρόλοι έχουν αλλάξει. Σήμερα κάποιοι μηχανικοί είναι περήφανοι για την «συμβολή» τους στα Ολυμπιακά έργα. Ταυτόχρονα οι διαδικασίες σχεδιασμού και παραγωγής αυτών των ιδίων έργων κάνουν κάποιους άλλους να αισθάνονται ότι απαξιώνεται ο ρόλος τους. Κάποιοι καταγγέλλουν τις πολιτικές μεταβίβασης αρμοδιοτήτων στο ιδιωτικό τομέα ή σε ανεξέλεγκτους μηχανισμούς όπως στις Ε.Υ.Δ.Ε. και στις «επιτροπές αρχιτεκτονικού ελέγχου», ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν «αναβάθμιση» την συμμετοχή τους σε αυτούς τους μηχανισμούς και καταφεύγουν σε αδιαφανείς ατομικές διαπραγματεύσεις με τους μηχανισμούς της εξουσίας για να εξασφαλίσουν μια θέση εκεί. Ακόμα και συνδικαλιστικά όργανα και συνδικαλιστικές παρατάξεις διαμεσολαβούν τέτοιου τύπου διαπραγματεύσεις! Έχει λοιπόν σήμερα μεγάλη αξία να ξεκαθαρίσουμε για ποια «ανάπτυξη» μιλάμε και τι «αναβάθμιση» θέλουμε.

Όσοι δεν θέλουν να αγγίξουν αυτά τα ζητήματα, περιορίζονται στην προβολή ενός πολιτικά και κοινωνικά «ουδέτερου» τεχνοκρατισμού αναδεικνύοντας σαν απόλυτη αξία το κύρος της επιστήμης. Σε μια κοινωνία όμως που κυριαρχούν οι νόμοι της αγοράς, αυτό το «επιστημονιλίκι» όχι μόνο εμποδίζει να αντιληφθούμε τα βασικά χαρακτηριστικά του ρόλου μας ως κρατικών υπαλλήλων, αλλά μυθοποιεί και το παραγόμενο έργο. Δυστυχώς όμως, τα έργα δεν έχουν αυτοτελές «επιστημονικό αντικείμενο» έξω από τις διαδικασίες σχεδιασμού και παραγωγής. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει: Οι διαδικασίες αυτές, που όλο και περισσότερο επικαθορίζονται από τους νόμους της αγοράς και του κέρδους, επιβάλλουν τις «επιστημονικές» επιλογές και λύσεις που θα εφαρμοστούν. Ας δούμε το ζήτημα της αξίας χρήσης της επιστήμης και των επιστημόνων από την πολιτική με ένα παράδειγμα ποιο γενικό που αφορά υλικές καταστροφές και ανθρώπινα θύματα: Την αντισεισμική προστασία. Ο αντισεισμικός συντελεστής δεν προσδιορίζεται με βάση την επιστήμη αλλά την πολιτική. Με βάση την επιστήμη και την τεχνική μπορεί να κατασκευαστεί ένα κτίριο που αντέχει σε σεισμό 6, 7 ή ακόμα και 9 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Όμως, τα κριτήρια που διαμορφώνουν τους κανόνες της αντισεισμικής κατασκευής των κτιρίων είναι αποτέλεσμα πολιτικής εκτίμησης: Προσδιορίζονται από το μέγεθος των πιθανών ζημιών. Το μέγεθος αυτό πρέπει να είναι τόσο, ώστε οι καταστροφές που θα προκληθούν να μην προξενήσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στην αναπαραγωγή των γενικών συνθηκών παραγωγής, για να μπορεί να ανακάμψει χωρίς μεγάλες απώλειες η οικονομία, και να επανέλθει η ευρυθμία στο κοινωνικό σύστημα. Για αυτό προσδιορίζονται μεγαλύτεροι συντελεστές ασφάλειας σε δημόσια κτίρια, γέφυρες κ.λ.π. από ότι στα κτίρια ιδιωτικής χρήσης. Πρόκειται για ένα πολιτικό σχεδιασμό ανάλογο με τα προγράμματα πολιτικής προστασίας σε περιόδους πολέμου. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το ζήτημα της έκδοσης οδηγιών επισκευής για τα σεισμόπληκτα κτίρια. Το κράτος έκανε τους λογαριασμούς του με οικονομικά κριτήρια, γι αυτό επέβαλε την λύση της εφαρμογής διαφορετικών κανονισμών επισκευής, κατηγοριοποιώντας τα κτίρια σύμφωνα με το έτος της κατασκευής τους! Φαντάζομαι ότι θα έχει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον η ανάγνωση της αιτιολογικής έκθεσης για την έκδοση αυτών οδηγιών. Και μάλλον δεν θα υπογράφεται από κάποιο οικονομολόγο, αλλά από κάποιο συνάδελφό μας μηχανικό δημόσιο υπάλληλο…

Τι όμως εισπράττει η κοινωνία σε σχέση με αυτό το ζήτημα; Ο πολίτης έχει την αίσθηση ότι η πολιτεία έλαβε όλα τα μέτρα, σε συνεργασία με σοφούς καθηγητές και μεγάλους επιστήμονες, ώστε οι κατασκευές να αντέχουν στους σεισμούς και επομένως να είναι ασφαλής η ζωή και η περιουσία του. Η επιστήμη χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει αυτές τις επιλογές. Το αίσθημα της ασφαλείας στον πολίτη δεν δημιουργείται από την εμπιστοσύνη που έχει στην πολιτική εξουσία αλλά στην επιστήμη. Όλη η δράση και λειτουργία των κρατικών μηχανισμών αφορά στην δημιουργία αυτού του αισθήματος ασφαλείας τους πολίτες. Και πράγματι αυτός ο στόχος έχει επιτευχθεί. Πόσοι πολίτες είναι σήμερα ενημερωμένοι για την επικινδυνότητα σε μελλοντικούς σεισμούς που έχει το σπίτι τους που επισκευάστηκε σύμφωνα με τους κανονισμούς επισκευών που θέσπισε το κράτος; Σχεδόν κανένας…

Το ίδιο ακριβώς συναντάται και στα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος για τους προσδιορισμούς των διαφόρων δεικτών των ρύπων.

 

3. Το «έργο» των μηχανικών του δημοσίου και οι πολιτικές του «νεοφιλελευθερισμού»

Οι μηχανικοί του δημοσίου είναι μια κοινωνική κατηγορία εργαζομένων που εμπλέκεται άμεσα με τα κέντρα εξουσίας γιατί συμμετέχει στον σχεδιασμό και την υλοποίηση άμεσων πολιτικών αποφάσεων. Γι’ αυτό το λόγο αποτελεί προνομιακό χώρο άσκησης πολιτικών χειραγώγησης και ενσωμάτωσης.

Για να προσδιοριστεί ο ρόλος των μηχανικών του δημοσίου και να αποτιμηθεί το παραγόμενο έργο τους, θα πρέπει προηγουμένως να διαμορφώσουμε μια σαφή εικόνα για τον χαρακτήρα, τις λειτουργίες και την διάρθρωση του κρατικού μηχανισμού καθώς και τις αλλαγές και αναδιαρθρώσεις που έχουν σημειωθεί. Η προσέγγιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τους μηχανικούς σε σχέση με ανάλογες κοινωνικές κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, όπως οι εκπαιδευτικοί ή οι γιατροί, γιατί αυτές δεν εμπλέκονται άμεσα με τα κέντρα εξουσίας και ο ρόλος τους είναι διαχρονικά προσδιορισμένος. Αφορά σε πάγιες λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και επηρεάζεται λιγότερο από τις εκάστοτε αλλαγές των κυβερνητικών πολιτικών. Η αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού, ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού, έχει τροποποιήσει σημαντικά τη θέση των μηχανικών στον κρατικό μηχανισμό. Ας εξετάσουμε μερικές κρίσιμες αλλαγές που έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα για το αυτό το θέμα:

Μια βασική πλευρά της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα -του εκσυγχρονισμού αυτού που γίνεται στο όνομα της "αποτελεσματικότητας" και της αύξησης της "παραγωγικότητάς" του- είναι η τρομακτική ανάπτυξη των παρα-κρατικών μηχανισμών. Πολλά λουλούδια έχουν ανθίσει απ' αυτή την πολιτική, από απλές επιτροπές ως τους project managers και τις ερμαφρόδιτες εκείνες εταιρείες, που χρηματοδοτούνται από τους δημόσιους λογαριασμούς αλλά λειτουργούν με "ιδιωτικό" δίκαιο. Και σ' όλα αυτά τα νέα λουλούδια, μεταβιβάζονται πάγιες λειτουργίες και αρμοδιότητες της διοίκησης κάτω από καθεστώς αδιαφάνειας και έλλειψης οποιουδήποτε ελέγχου, εκτός από τον άμεσο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Είναι τυφλά όργανά της. Η κυριαρχία των νόμων της αγοράς σημαδεύει πρώτα απ' όλα το ίδιο το κράτος. Το ζητούμενο είναι να "κυκλοφορεί" το δημόσιο χρήμα, ξεπερνώντας ακόμα και τους κανόνες που το ίδιο το κράτος έχει θεσπίσει για τον εαυτό του.

Κάτω από αυτούς τους όρους, ιδιωτικοποιείται η «συλλογική κατανάλωση» και περιορίζεται το κράτος πρόνοιας. Πάγιες δραστηριότητες του κρατικού μηχανισμού, που δεν ήταν αποδοτικές για το ιδιωτικό κεφάλαιο γιατί αποτελούσαν «κοινωνικές παροχές» (υγεία, παιδεία, μεταφορές, κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, παραλίες κ.λ.π.), γίνονται αντικείμενα κερδοφορίας. Η παραγωγή των έργων που αφορούν σε αυτές τις δραστηριότητες αλλάζει. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν και τους καλούς …συνεταίρους. Η παρουσία του ιδιωτικού παράγοντα επιβάλει περιορισμούς των διαδικασιών ελέγχου και επίβλεψης από τον κρατικό μηχανισμό. Παράδειγμα: Οι πρόσφατες θεσμικές ρυθμίσεις που αφορούν στις μελέτες και στις αναθέσεις των έργων, στις ΣΔΙΤ αλλά και η μεταολυμπιακή διαχείριση των αντίστοιχων έργων.

Ο τρόπος αυτός παραγωγής των έργων επιβάλει τις απαιτήσεις του ακόμα και στο σχεδιασμό, που αποτελούσε βασικό άξονα κρατικής λειτουργίας. Ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλει αλλαγές στο σχεδιασμό με μείωση του κρατικού παρεμβατισμού αλλά και του κοινωνικού ελέγχου. Ο χωροταξικός σχεδιασμός γίνεται όλο και πιο ελαστικός μπροστά στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, Τα Γ.Π.Σ. υποβιβάζονται σε απλά ευχολόγια και ο προσδιορισμός των χρήσεων γης έχει εκφυλιστεί στην οριοθέτηση ζωνών προστασίας που συνήθως επιβάλλουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί. Σήμερα, ο κάθε επενδυτής επιλέγει αποκλειστικά με τα δικά του κριτήρια πού θα κάνει την επένδυσή του, και αρκεί να υποβάλει μια μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για να αποδείξει ότι δεν βλάπτει το περιβάλλον. Το κράτος έχει περιορίσει το ρόλο του σε επίπεδο σχεδιασμού στην έγκριση αυτών των μελετών.

Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα έχουμε ήδη βιώσει: Οι εγκεκριμένες περιβαλλοντικές μελέτες για τα ολυμπιακά έργα δεν στάθηκαν ικανές για να μην ανατραπεί το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας που προέβλεπε μια ισόρροπη ανάπτυξη του λεκανοπεδίου της Αττικής. Οι προτεραιότητες στο σχεδιασμό καθορίζονται όλο και περισσότερο από το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου. Αποκτήσαμε λοιπόν ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟ, και μάλιστα με ακριβά διόδια, πλημμύρισαν όμως αρκετές φορές περιοχές του λεκανοπέδιου και ο κίνδυνος υφίσταται συνεχώς, γιατί δεν βρέθηκε ακόμα τρόπος επιβολής διοδίων στα νερά της βροχής…

Παράλληλα, όλο και πιο πολλά ζητήματα μεταβιβάζονται στη διακριτική ευχέρεια των διοικητικών και παραδιοικητικών μηχανισμών. Πρόκειται για μια διευρυμένη «εκσυγχρονιστική» αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού που είναι και θεσμικά κατοχυρωμένη από τον τρόπο λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας. Οι νόμοι που ψηφίζει η βουλή, αντί να είναι απλοί και να ξεκαθαρίζουν στον πολίτη το «επιτρεπτό», μεταβιβάζουν κρίσιμες ρυθμίσεις όλο και περισσότερο στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας. Αποτελούν πρακτικά διακηρυκτικές αρχές, γιατί το κράτος δεν ενδιαφέρεται παράλληλα για τους μηχανισμούς ελέγχου και τις διαδικασίες εφαρμογής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολιτικές για την αυθαίρετη δόμηση και την προστασία του περιβάλλοντος. Ποιος αυθαιρετούχος πίστεψε ποτέ στην Ελλάδα ότι θα υπάρξει κυβέρνηση που θα κατεδαφίσει το αυθαίρετό του; Ποιος επενδυτής σήμερα πιστεύει ότι αν θέλει να κάνει κάπου μια επένδυση που δεν επιτρέπεται, δεν θα βρει τρόπους να παρακάμψει τα εμπόδια;

 Η "ατομική" διαπραγμάτευση των συμφερόντων με το ίδιο το κράτος, όχι μόνο μειώνει το ρόλο των μηχανισμών της εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης (κόμματα, συνδικαλισμός), αλλά αποσαθρώνει κάθε συλλογική προσπάθεια συγκρότησης κοινωνικών συμφερόντων, αναπαράγοντας τον "ανταγωνισμό" και τους διαχωρισμούς μέσα στις ίδιες τις κοινωνικές ομάδες. Δεν πρόκειται βέβαια για "λιγότερο" κράτος, όπως ισχυρίζονται, αλλά για ένα άλλο ισχυρότερο κράτος, αυταρχικό και ανεξέλεγκτο, με αλληλοδιαπλεκόμενες σε τέτοιο βαθμό τις εξουσίες, που σχεδόν καταργείται εκείνη η παλιά και σ' όλους γνωστή διάκριση των εξουσιών, η προμετωπίδα της αστικής δημοκρατίας.

Οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, παράλληλα με τη διεύρυνση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και την ατομική διαπραγμάτευση της εργασίας, γενικεύουν την ατομική διαπραγμάτευση με το κράτος. Δεν πρόκειται λοιπόν για ζήτημα «διαπλοκής» με τα χαρακτηριστικά που αναδείχθηκαν πρόσφατα με αφορμή το νόμο για το βασικό μέτοχο. Δεν αναφέρομαι στα σκάνδαλα που διαπλέκονται λίγοι και είναι γνωστά σε όλους, αλλά για αυτά που αφορούν τους πολλούς και αποσιωπούνται συστηματικά. Για την όλο και πιο διευρυμένη παρουσία του κράτους στην καθημερινότητά μας και τη συναλλαγή μαζί του. Το όφελος της συναλλαγής είναι αμοιβαίο και πολλαπλό. Και βολεύονται πολλοί. Το αντάλλαγμα όμως σε κοινωνικό κόστος είναι μεγάλο: Η συνενοχή οργανώνει τη συναίνεση και αποσαθρώνει την κοινωνία.

Οι αλλαγές αυτές έχουν ήδη τροποποιήσει σημαντικά το ρόλο και το έργο μεγάλου τμήματος μηχανικών που εργάζονται στο δημόσιο τομέα. Παράλληλα έχει αυξηθεί η ψαλίδα στις απολαβές με τη διεύρυνση της ατομικής διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας. Οι αλλαγές αυτές έχουν σημαντικά αποτελέσματα στην κοινωνική συγκρότηση αυτού του κοινωνικού στρώματος και επομένως στα χαρακτηριστικά της συνδικαλιστικής του οργάνωσης. Ο «περιούσιος» κλάδος των μηχανικών, αν δεν συνειδητοποιήσει αυτές τις αλλαγές και τις πολιτικές από τις οποίες παράγονται και συνεχίσει να εθελοτυφλεί αναπολώντας παλιές καλές εποχές, σύντομα θα οδηγηθεί σε τραγικά αδιέξοδα.

Γ. Καλαντζόπουλος

 

<<Αρχική Σελίδα