ΤΡΟΜΟΝΟΜΟΣ: το νέο ιδιώνυμο

 

Ο νέος τρομονόμος είναι η υλοποίηση του «γύψου» που επιβάλλεται από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στις ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Είναι ο πρώτος αντιτρομοκρατικός που εισηγείται κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μια δεκαετία μετά την κατάργηση του τρομονόμου του Μητσοτάκη. Οι ίδιοι που υποστήριζαν τότε – και μέχρι πρόσφατα – την υπερεπάρκεια της ελληνικής νομοθεσίας στην καταπολέμηση του εγκλήματος, υπονοούν, χωρίς να το αιτιολογούν, ότι οι συνθήκες σήμερα επιβάλλουν την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) και τη θέσπιση νέων και αποτελεσματικότερων διατάξεων. Όμως η περίοδος που διανύουμε δεν χαρακτηρίζεται από έξαρση των δραστηριοτήτων των ένοπλων οργανώσεων.

Ο τρομονόμος του ΠΑΣΟΚ, με τον παραπλανητικό τίτλο «…για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ανατρέπει την αρχή ότι κάθε άνθρωπος «θεωρείται αθώος μέχρι την απόδειξη της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο σε μια δημόσια δίκη, κατά την οποία θα έχει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις για την υπεράσπισή του» (Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ – 1948), καταργεί δηλαδή το «τεκμήριο της αθωότητας». Συγκεκριμένα:

·      Η αντικατάσταση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα (Σύσταση και Συμμορία) με άρθρο που τιτλοφορείται «Εγκληματική οργάνωση», όπου άλλοτε γίνεται λόγος για «οργάνωση», άλλοτε για «συμμορία» και άλλοτε για «ένωση», επεκτείνει την ασάφεια του ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης και αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών, διωκτικών και δικαστικών αρχών το χαρακτηρισμό της.

·      Γι’ αυτούς που κρίνονται ύποπτοι προπαρασκευής ενός «οργανωμένου» εγκλήματος καταργούνται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Η αστυνομία νομιμοποιείται πλέον να «διεισδύσει» στο περιβάλλον των «συμμοριτών» και να τους προβοκάρει, μέχρι να κατορθώσει τη χωρίς δικονομικές εγγυήσεις δίωξή τους.

·      Εισάγεται πλήθος νέων ανακριτικών και αποδεικτικών μέσων σε βάρος του κατηγορούμενου, με χρήση ηλεκτρονικής παρακολούθησης και παραβίαση της ιδιωτικής οικογενειακής και πολιτικοκοινωνικής ζωής του, χωρίς όμως να του παρέχονται ίδιες δικονομικές δυνατότητες, ώστε, με ισότητα όπλων, να μπορεί να οργανώσει ανάλογα την υπεράσπισή του.

·      Με το προστιθέμενο άρθρο 257Α, το οποίο τοποθετείται στο κεφάλαιο του ΚΠΔ που αναφέρεται στις έρευνες, θεσπίζεται η εξέταση του DNA ως ειδική μορφή σωματικής έρευνας! Αποκρύπτοντας ότι πρόκειται για βίαιη απόσπαση γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο (γιατί πώς αλλιώς θα πραγματοποιηθεί αυτή η έρευνα;), το άρθρο ξεπερνά κάθε όριο νομιμότητας, αφού ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε στο Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κείμενα που εξοπλίζουν τον κατηγορούμενο με συγκεκριμένα δικαιώματα, επιτρέπεται κάτι τέτοιο.

·      Προβλέπεται η προστασία των μαρτύρων κατηγορίας (κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων μετάδοσής της, μυστικότητα των ατομικών στοιχείων του μάρτυρα), πράγμα ευθέως αντίθετο στο άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων. Η ρύθμιση αφενός βλάπτει τη δυνατότητα υπεράσπισης, αφού είναι αδύνατος ο έλεγχος της αξιοπιστίας του μάρτυρα, και αφετέρου νομιμοποιεί το χαφιεδισμό, τις σκευωρίες και τις παράνομες συναλλαγές με μυστικές υπηρεσίες και κρατικούς μηχανισμούς.

·      Τέλος το άρθρο 4 του νομοσχεδίου αφαιρεί τα κακουργήματα από τη δικαιοδοσία των ορκωτών δικαστηρίων, παραβλέποντας σκόπιμα ότι πολλά απ’ αυτά τα εγκλήματα εμπίπτουν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων, που ρητά προβλέπεται από το άρθρο 97 του Συντάγματος ότι εκδικάζονται με συμμετοχή των ένορκων-λαϊκών δικαστών. Εδώ είναι καταφανής η υποκρισία του νομοσχεδίου, αφού ο φόβος για κακή κρίση από ενδεχόμενες απειλές και εκβιασμούς αφορά κυρίως τους νομικούς-τακτικούς δικαστές, οι οποίοι έχουν προϊσταμένους, ανωτέρους και προσβλέπουν σε προαγωγές.

Το ΠΑΣΟΚικό κατασκεύασμα στηλιτεύτηκε από πολλούς έγκριτους νομικούς (ανάμεσά τους και αποχωρήσαντες από την νομοπαρασκευαστική επιτροπή), που κατέδειξαν τον αντισυνταγματικό, αυταρχικό και υποκριτικό χαρακτήρα του. Δεν είναι αμελητέο επίσης ότι ο ΔΣΑ τον καταδικάζει. Ο τρομονόμος δεν έχει στόχο την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως διακηρύσσει ο τίτλος του. Η ειδοποιός διαφορά του οργανωμένου από το κοινό έγκλημα δεν είναι η βαρύτητα ή η αγριότητα της πράξης αλλά η δυνατότητά του να στηρίζεται και να διαπλέκεται με στελέχη του κατασταλτικού μηχανισμού. Αν λοιπόν ήθελε το κράτος να είναι αποτελεσματικό, θα έπρεπε να γεμίσει την κρατική μηχανή με κοριούς που θα αποδείκνυαν περίτρανα τη διαφθορά της εξουσίας. Άλλωστε και ο τρομονόμος του Μητσοτάκη έπαθε αφλογιστία στην περίπτωση της δολοφονίας του Τεμπονέρα, τη μοναδική σοβαρή τρομοκρατική ενέργεια της εποχής. Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι η απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη να ξεμπερδεύει με τις δημοκρατικές κατακτήσεις του αιώνα που πέρασε και να εξουδετερώσει το εμπόδιο των ατομικών δικαιωμάτων. Γιατί, αν σήμερα πολλές φορές αυτά καταπατώνται, με το μελλοντικό νομικό καθεστώς, που επιτρέπει την κατάργησή τους και που εκχωρεί στις διωκτικές αρχές το δικαίωμα της ανεξέλεγκτης χρήσης της τεχνολογίας, είναι προφανές ότι δεν θα υπάρχει πια καμία διασφάλιση.

Η επιλογή αυτή της κυβέρνησης δεν σχετίζεται μόνο με τη συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων και τις πιέσεις από τις ΗΠΑ. Είναι στρατηγική του κεφαλαίου παγκόσμια η αναβάθμιση του αστυνομικού κράτους σε αποτελεσματικό θεματοφύλακα των επιλογών του, στρατηγική όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ΗΠΑ, οι μεγαλύτεροι τρομοκράτες ανά τον κόσμο. Στόχος είναι η εκ των προτέρων εξαφάνιση ατόμων, ομάδων και πρακτικών που υπονομεύουν ή δυνάμει βρίσκονται σε αντιπαλότητα με τη νέα τάξη πραγμάτων. Η νομιμοποίηση της παντοδυναμίας των κατασταλτικών μηχανισμών αφενός ποινικοποιεί τις υπάρχουσες αντιστάσεις και εξωθεί τμήματά τους στην παραβατικότητα αφετέρου, μέσα σ’ ένα γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας και ανυπαρξίας δικαιωμάτων, τα κινήματα αυτολογοκρίνονται και οι ιδέες και πρακτικές ανατροπής περιθωριοποιούνται κοινωνικά.

Στην Ελλάδα απλώς η μεγάλη ιδέα του 2004 δίνει μια χρυσή ευκαιρία στην κυβέρνηση να προχωρήσει στο δρόμο της κατάργησης της ελευθερίας των πολλών στο όνομα της ασφάλειας των λίγων, όπως προχωράει και στην περιστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι με άλλο νομοσχέδιο, που αλλάζει τον τρόπο πραγματοποίησης των διαδηλώσεων και που ουσιαστικά τις καταργεί. Είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις βρίσκουν έδαφος στην αντίληψη που καλλιεργείται ότι αυτές δεν αφορούν παρά μια μειοψηφία πολιτών. Όμως η κατάργηση του Κράτους Δικαίου και η επιβολή νομοθετημάτων φασιστικής σύλληψης, σε μια περίοδο που όλο και περισσότεροι θα περιθωριοποιούνται εργασιακά και κοινωνικά, μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί μπούμερανγκ για τον κ. Σημίτη ως προς τις βλέψεις του για την παραμονή του στην εξουσία.

 

<<Αρχική Σελίδα